Friday, January 26, 2024

Τα ταξίδια της χρονιάς, αναγνωστικά και μη

Καλή μας χρονιά! Καθώς έχουμε αφήσει πίσω μας ήδη εδώ κι αρκετές μέρες τον περασμένο χρόνο, τι καλύτερο τώρα να σημειωθούν εδώ υπό συντομογραφική μορφή μερικά από τα αναγνωστικά κορυφαία ή αγγλιστί highlights του 2023! Αναγνώσματα που με ταξίδεψαν ως συνήθως σε, περισσότερο ή λιγότερο, ανεξερεύνητους προορισμούς. Κάποια μάλιστα πολύτιμοι σύντροφοι κατά τη διάρκεια ταξιδιών όχι μόνο του νου μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου!

Έχοντας ήδη βυθιστεί στις αράδες του προτού ταξιδέψω για την Αθήνα παραμονές Χριστουγέννων, οι κρύες μέρες του Ιανουάριου της περασμένης χρονιάς με βρήκαν να συνεχίζω να ξεφυλλίζω (κοντά στις 700 σελίδες ήταν αυτές!) απορροφημένος το Στη σκιά της πεταλούδας του Ισίδωρου Ζουργού. Αγαπημένος συγγραφέας της Αηδονόπιτας και έχοντας τραβήξει την προσοχή μου αυτή τη φορά μέσα από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο επέλεξε να στήσει το πρωτότυπο δράμα του, αν μη τι άλλο επιβεβαίωσε τις προσδοκίες μου. Ένας αιώνας μεστός καθοριστικών ιστορικών γεγονότων, όπως πολέμων, προσφυγιάς και αγώνα δύσκολης επιβίωσης, ο 20ος αιώνας δεν είναι παρά το χρονικό εύρος τριών γενεών και οι πρωταγωνιστές οι απολήξεις δύο παράλληλων τέτοιων που η μοίρα τούς φέρνει να συναντηθούν και να ενωθούν στον περιορισμένο κι άβολο χώρο ενός μπλοκαρισμένου ανελκυστήρα στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Κι εκεί όπως εξιστορεί ο καθένας τους περί των προγόνων και του ίδιου, μαθαίνουμε τις ιστορίες και το δράμα τους, ιστορίες και δράματα προσωπικά που όμως σταδιακά καταλήγουν να φαντάζουν πανανθρώπινα. Κι αν αυτή ήταν η ομολογημένη πρόθεση του συγγραφέα όπως παραδέχεται στον επίλογο, το πέτυχε διάνα!
 
Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά και μαζί με τα λοιπά εφόδια που είχα φροντίσει να έχω ήταν ένα βιβλίο που φιγούραρε στις πρώτες θέσεις των νέων προτάσεων με κριτικές που μεταξύ άλλων κάναν λόγο για ύφος συγκρίσιμο με αυτό του Χρήστου Βακαλόπουλου στην αγαπημένη Γραμμή του Ορίζοντος. Η συγγραφέας άλλωστε ξέρει να τραβάει την προσοχή μέσα από τον ινσταγκραμικό της λογαριασμό «Μπούτια και Διανόηση». Με αυτά κι αυτά δεν ήθελα πολύ για να πέσω με τα μούτρα στα Σωματίδια της Ματίνας Αποστόλου. Με γραφή όντως αφαιρετική και μοντέρνα, αν και με ιστορία εν τέλει στενάχωρη, αποτέλεσε ευχάριστη συντροφιά τότε που οι θερμοκρασίες ήταν αρκετά χαμηλές
 
Οι χειμωνιάτικες μέρες κυλούσαν εν συνεχεία ήσυχα με εμένα να ξεφυλλίζω ένα ακόμη φρέσκο βιβλιαράκι που είχα προμηθευτεί προσφάτως. Το R.I.F. (Rest In Facebook) - Ο θάνατος στο Φέισμπουκ της Μαρίας Γιαγιάννου μου τράβηξε εύλογα την προσοχή πραγματευόμενο ένα επίκαιρο θέμα με μια σπιρτάδα: «Με νοιάζει πραγματικά τι θα γίνω στο Facebook όταν πεθάνω; Δεν ξέρω. Εσάς σας νοιάζει ας πούμε τι ημερολόγια θα αφήσετε πίσω σας - ή τι βιβλία, αν είστε από εκείνους που γράφουν; Θα σας πείραζε πάνω στον μαρμάρινο τύμβο σας να προβάλλονται διαφημίσεις από το Youtube; Θέλετε σε κάθε γενέθλια επέτειο να φτάνουν στους δικού σας ευχές και χρόνια πολλά ενώ θα χειμάζετε εδώ και χρόνια πολλά στα θυμαράκια;»

Αν κάτι πάντως ήρθε να ταράξει τα νερά ήταν ο Stefan Zweig με τη Σκακιστική Νουβέλα του! Δε θυμάμαι τι ακριβώς αποτέλεσε την αφορμή - να ΄ταν που ακόνιζα τις πολύ στομωμένες μου δεξιότητες στο σκάκι για χάρη του Χάρη! - και δεν ξέρω ακόμη και σήμερα γιατί άργησα τόσο πολύ να πιάσω στα χέρια μου έργο αυτού του σπουδαίου συγγραφέα. Αν δεν κάνω λάθος το συγκεκριμένο ήταν το τελευταίο έργο του εκφράζοντας με τόση ευστοχία το αδιέξοδο στο οποίο έφερνε τον κόσμο το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ. Κατά μία έννοια ο τραγικός πρωταγωνιστής αυτής της νουβέλας δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο Zweig ο οποίος πράγματι εξόριστος στη Λατινική Αμερική θα δώσει τέλος στη ζωή του. Παρεμπιπτόντως, κόντρα στον κανόνα που θέλει πολύ υποδεέστερη την κινηματογραφική μεταφορά λογοτεχνικού έργου, εν προκειμένω η γερμανόφωνη παραγωγή του 2021 με πρωταγωνιστή τον ταλαντούχο Oliver Masucci είναι καθηλωτική!
 
 
Τη σκυτάλη πήρε ένα μη λογοτεχνικό βιβλίο πάνω στο ενδιαφέρον θέμα της ηθικής των αυτοοδηγούμενων αυτοκινήτων και κατ΄ επέκταση της Τεχνητής Νοημοσύνης. THE CAR THAT KNEW TOO MUCH - Can a Machine Be Moral? αποτελεί την εξιστόρηση ενός εκ των πιο πρωτότυπων πειραμάτων συλλογής δεδομένων για την ηθική αξιολόγηση άβολων αλλά στο κοντινό μέλλον μάλλον υπαρκτών σεναρίων στους δρόμους των πόλεων. O Jean-Francois Bonnefon εκτός από έναν από τους ερευνητές του project αποδεικνύεται κι ένας πολύ χαρισματικός αφηγητής με χιούμορ και ικανότητα σαφούς περιγραφής δύσκολων επιστημονικών θεμάτων!

Και μετά από αυτό το ευχάριστο διάλειμμα, μια ωραία πρωία, αφού περιπλανήθηκε αναποφάσιστα στο ράφι της βιβλιοθήκης με τα (πολλά, το παραδέχομαι!) αδιάβαστα, το χέρι μου σταμάτησε στο χοντρό τόμο που μου είχε δωρίσει ο κουμπάρος μου, έχοντας πει τα καλύτερα. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα για ένα διαμάντι της αμερικανικής λογοτεχνίας. Θα χρειαζόντουσαν πολλές γραμμές εδώ για την περιγραφή της αναγνωστικής εμπειρίας του Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά (All the king's men) του Robert Penn Warren, στην πολύ προσεγμένη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου. Δύσκολο αρχικά, αλλά αδύνατο να το αφήσεις αφού έχεις βουτήξει σε μια πλοκή με πολύ προσεκτικά πλασμένους χαρακτήρες. Γύρω από πολλούς άξονες και αφήγηση όχι γραμμική, ο συγγραφέας έχει επίκεντρο την ανέλιξη και καθιέρωση ενός πολιτικού του αμερικανικού Νότου, του Γιούλι Στάρκ, με όσα αφήνει να εννοηθούν περί εξουσίας και πώς αυτή αλλοιώνει ακόμη και τις πιο αγαθές προθέσεις. Ανάμεσα όμως σε διαβολικά παιχνίδια πολιτικής κυριαρχίας κι επιβολής,
κι αυτό είναι που κάνει κατά τη γνώμη μου το έργο υπέροχο, διαγράφεται ένας μεγάλος έρωτας με όλη την τρυφερότητα, τον ενθουσιασμό, την απογοήτευση και τη συγχώρεση που συνήθως αυτοί σημαίνουν. Θυμάμαι ακόμη να διαβάζω τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου αυτού όσο ταξίδευα για το σύντομο προσκύνημα στο Άγιο Όρος με τον κουμπάρο μου και το Βάγγο, μια ομολογουμένως δυνατή εμπειρία για την οποία όμως είχα πολύ υψηλές προσδοκίες περί λιτότητας και ταπεινότητας των μοναχών. Ρομαντισμός που διαψεύσθηκε και απογοητεύτηκα, παρόμοια με τον αφηγητή των γεγονότων του έργου όταν τού αποκαλύπτονται πληροφορίες που αμαυρώνουν την άμεμπτη ώς τότε εικόνα του μέντορά του. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και κάθε άλλο παρά εύκολο να αποφευχθούν οι παγίδες που στήνει το πονηρό πνεύμα. Ας μην είμαι αυστηρός με κανέναν! Δεν ξέρεις ποτέ τι σταυρό κουβαλάει!

Η σύντομη εξόρμηση στην Ελλάδα μού θύμισε τότε πάντως ότι είχε μπει η άνοιξη, κάτι που παραλίγο να ξεχάσω στο Μόναχο. Εντάξει υπερβολές! Οι μεταβατικές περίοδοι είναι πλέον ούτως ή άλλως υπό εξαφάνιση. Έπρεπε δηλαδή να καλοκαιριάσει για να βρεθώ στις όχθες της Starnberger See ξαπλωμένος με ένα βιβλίο στο χέρι. Και λέγοντας πιο πάνω για κατανόηση και ανεκτικότητα, το βιβλίο εκείνο τότε είχε, πίστεψέ με, πολύ από αυτά. Ο λόγος για το Τι είναι ένας κάμπος της Νάσιας Διονυσίου. Για του λόγου το αληθές παραθέτω: 
 
«Κι ήταν τότε που κατάλαβε πως η θάλασσα, εκτός από τα πορτοκάλια, τα ρόδια, τα μετάξια, τα βαμβάκια, τ' αθάσια και τα καπνά, κουβαλά επάνω στη ράχη της κι ανθρώπους. Κι ήταν τότε που κατάλαβε πως πλάσμα δεν φεύγει από τον τόπο του -ο Θεός κανενού να μεν το δείξει- αν δεν είναι για να γλιτώσει από την κόλαση, την κόλαση που, σαν και τον παράδεισο, δεν είναι ποτέ έργο του Θεού, παρά μονάχα των ανθρώπων.
[...]
»Κι όλο εκείνη προσεύχεται -Κύριε Δέσποτα, φώτισέ με-, αφού όσο κι αν ξέρει να πει το καλό από το κακό, το δίκιο απ' τ' άδικο και πως ένα τέτοιο άδικο δεν συγχωρείται, ξέρει ακόμα πως με το γύρισμα της μοίρας μπορεί ο ένας να βρεθεί στη μεριά του άλλου, διότι είναι τέτοιες οι μοίρες των ανθρώπων, που ανακατώνονται, ποιος φεύγει και πού έρχεται, ποια χώρα κάρπισε και ποια θα γερημώσει, πόσες ανεστραμμένες διαδρομές πάνω στην ίδια θάλασσα, κι η θάλασσα πάντοτε αλμυρή, η θάλασσα πάντοτε κλάμα. Ποιος σκοτωμός τάχα να δικαιώθηκε ποτές;»

Κι όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο:
«Το βιβλίο πραγματεύεται σε πρώτο επίπεδο το Ολοκαύτωμα και τις συνθήκες ζωής στα στρατόπεδα κράτησης. Σε παράλληλη ωστόσο πορεία λανθάνουν κι άλλα: Η ένταση των Κυπρίων που σιγοβράζει κάτω από τον αποικιοκρατικό ζυγό κι ο κατοπινός ξεριζωμός από την ίδια την πόλη της Αμμοχώστου. Η εναλλαγή ρόλων -γηγενείς και πρόσφυγες, ριζωμένοι και εκδιωγμένοι, διώκτες και διωκόμενοι- μέσα στην αέναη περιστροφή της ιστορικής συγκυρίας. Η απώλεια του τόπου και του ανήκειν κι η αδυναμία της γλώσσας να την περιγράψει. Η ανθρωπιά ως τελευταίο ανάχωμα μπροστά στον φόβο, την τυφλότητα και το μίσος».

Ξέρω βάρυνε πολύ το κλίμα! Και τότε νιώθοντας κάπως έτσι, δεν είχα παρά να στραφώ αναγνωστικά σε ένα είδος που ξέρει να με ταξιδεύει ευχάριστα. Ακόμη κι αν πρόκειται να πραγματευτεί απαιτητικά φιλοσοφικά ερωτήματα όπως αυτά που έχουν τεθεί από τον πιο επιδραστικό φιλόσοφο ανά τους αιώνες: τον Αριστοτέλη. Το graphic novel Αριστοτέλης σε κείμενο του Τάσου Αποστολίδη και εικονογράφηση Αλέκου Παπαδάτου (ναι, που ξέρω από το Logicomix και τη Δημοκρατία) από τις εκδόσεις Ίκαρος μού έκανε πολύ κέφι!
 
Το κλίμα στο Μόναχο ήταν καλοκαιρινό με τα όλα του και με θυμάμαι να βουτάω στην αφρόκρεμα της αμερικανικής λογοτεχνίας, αρχικά στην συλλογή διηγημάτων του Φιλέλληνα Wallace Stegner, Το Τραγούδι της Σάλπιγγας - Και άλλα διηγήματα
, κι έπειτα στο Καθώς Ψυχορραγώ του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας William Faulkner. Για τον μεν Stagner δεν άργησα να καταλάβω προς τι τα διθυραμβικά λόγια που είχα διαβάσει για αυτή τη συλλογή (εκείνο με τη σφαγή μιας γουρούνας πόσο με άγγιξε!), για τον δε Faulkner επιβεβαιώθηκε μέσα από αυτό το κωμικοτραγικό έργο η μοντέρνα γραφή του, αν και πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κείμενο. Αξίζει να σημειωθεί ότι διευκολύνει τον αναγνώστη η νέα προσεγμένη έκδοση Gutenberg σε μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά. Πάντως με τον Faulkner έχω ανοιχτούς λογαριασμούς έκτοτε: θα πρέπει να τον διαβάσω και μέσα από άλλα κείμενά του μήπως και καταφέρω να τον αξιολογήσω καλύτερα!
 
Σιγά σιγά είχε φτάσει όμως ο καιρός για το πολυπόθητο ελληνικό καλοκαιράκι κι η κάθοδος θα γινόταν αυτή τη φορά οδικώς μέσα από τα Βαλκάνια. Περνώντας από τη χαριτωμένη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας (που όμως Παρασκευή βράδι Αυγούστου μετά τις 12 δεν είχε τίποτα!) φτάσαμε παρέα με τη
συνοδοιπόρισσα Κωνσταντίνα στις παραλίες της Κροατίας, όπου βουτήξαμε με ανυπομονησία στα δροσερά νερά της Αδριατικής και ξαπλώσαμε απολαυστικά κάτω από τα πεύκα. Κάπως έτσι θυμάμαι να διαβάζω τότε τον Κωνσταντίνο Πουλή στο Απ΄ το αλέτρι στο Smartphone. Με αφορμή την περίφημη δήλωση του ιστορικού Χόμπσμπαουμ ότι ποτέ σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία η ζωή δεν άλλαξε τόσο δραστικά όσο άλλαξε στον 20ο αιώνα, με πολύτιμο υλικό από κουβέντες με τον πατέρα του κι άλλα μέλη της οικογένειας, και στα χνάρια του εθνικού μας δοκιμιογράφου Κωστή Παπαγιώργη, ο συγγραφέας καταθέτει στο αναγνωστικό κοινό ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που ήταν ό,τι καλύτερο για να εκτιμήσω ακόμη περισσότερο τις σημερινές ανέσεις που έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε κατά κανόνα τα μέλη των δυτικών κοινωνιών, μεταξύ των οποίων κατά μία έννοια κι οι επάξιες διακοπές απ' την εργασιακή καθημερινότητα. Συνεχίζοντας το δρόμο μέσα από τη Βοσνία προκειμένου να περάσουμε από το Σαράγιεβο, ήταν σαν να έχω μπει στη χρονομηχανή και να γίνομαι αυτόπτης μάρτυρας περασμένων δεκαετιών ανέχειας κι υπανάπτυξης στην ελληνική ύπαιθρο για τις οποίες κάνει λόγο το βιβλίο. Το Σαράγιεβο πάντως μας αποζημίωσε!

Καλές οι Δαλματικές Ακτές αλλά σαν την Καβάλα δεν έχει! Κι όταν εκεί γινόταν διάλειμμα απ΄ τα παιχνίδια με το Χάρη και το Δήμο, αποδρούσα στον κόσμο μερικών σύντομων κειμένων κάτω από την ομπρέλα της παραλίας. Τέτοιες αποδράσεις θυμάμαι να προσφέρει το 33 στροφές του Canek Sanchez Guevera, εγγονού του επαναστάτη, αποτελώντας μια «ειλικρινή ιστορία για τις απογοητεύσεις μιας γενιάς που πίστεψε στις ιδέες της επανάστασης του Κάστρο, αλλά και μια διεισδυτική ματιά στη ζωή των απλών ανθρώπων στην Κούβα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών». Επιπλέον αποδράσεις προσφέρθηκαν μέσω της συλλογής πρωτότυπων διηγημάτων Ζωή χαρισάμενη του Σπύρου Γιανναρά, κι άλλοτε μέσω της Βραδύτητας του Μίλαν Κούντερα, ένα κείμενο μεταξύ μυθιστορήματος και δοκιμίου.

Δυστυχώς όλες οι διακοπές κάποτε τελειώνουν κι αυτό που μάλλον τις κάνει καλύτερες είναι η προετοιμασία τους ανυπομονώντας να έρθουν. Και μπορεί αρχές Σεπτέμβρη να είχα γυρίσει πλέον πάλι στο Μόναχο,
δεν έμενε όμως εδώ που τα λέμε πολύς καιρός ακόμη μέχρι το τέλος της χρονιάς οπότε θα πραγματοποιούνταν εν τέλει μετά από μήνες σχεδιασμού ένα ταξίδι σε προορισμό λίγο πιο μακρινό από ό,τι συνήθως. Ο Μήτσος έχοντας σκοπό να πάει για να φωτογραφήσει είχε ρίξει την ιδέα κι εμείς δε θέλαμε πολύ για να πεισθούμε να τον ακολουθήσουμε στο Περού. Πέρα, λοιπόν, της  μελέτης του χάρτη και των τουριστικών οδηγών, των βιντεοκλήσεων για τη μεταξύ μας συνεννόηση και των ραντεβού στο γιατρό για τα απαραίτητα εμβόλια, ήξερα ότι τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει καλύτερα για τη Λατινική Αμερική παρά ο Gabriel García Márquez! Στο εμβληματικό έργο του Εκατό χρόνια μοναξιά, ο Κολομβιανός πλάθει την ιστορία μιας πόλης και μιας οικογένειας, των Μπουενδία, και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους, την ιστορία μιας χώρας και μιας ολόκληρης ηπείρου. Γραφή που μαγεύει - εγκαινιάζοντας ουσιαστικά ένα νέο λογοτεχνικό ρεύμα, αυτό του μαγικού ρεαλισμού - σε ένα κείμενο που έχει χαρακτηριστεί από το Νερούδα ως ο Δον Κιχώτης του καιρού μας. 
 
Ήταν λοιπόν σαν να με πήρε ο Μάρκες από το χέρι και να με ξενάγησε σε έναν κόσμο όπου αποτυπώνεται η ομορφιά και η τραγωδία της Λατινικής Αμερικής. Αντιθέσεις που δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν όταν βρέθηκα στο Περού. Εκεί όπου οι Άνδεις προκαλούν δέος κι έρχονται σε αντιδιαστολή με τον ωκεανό, και η ζούγκλα του Αμαζονίου κόντρα στο ερημικό τοπίο που διασχίζεις κινούμενος στην Παναμερικάνα. Αντιθέσεις, βέβαια, για τις οποίες δε φροντίζει μόνο η φύση - μια κοινωνία με έντονες ανισότητες κι ανθρώπους άλλοτε καχύποπτους με τους ξένους κι άλλοτε όχι. Τις περισσότερες φορές ευτυχείς με όσα διαθέτουν και προκαλώντας εμάς τους έχοντες να αναλογιστούμε τι έχει τελικά αξία και πόσο σοβαρές είναι πράγματι οι σκοτούρες μας!
 
Επιστρέφοντας από αυτό το ταξίδι ένιωθα σίγουρα γεμάτες τις αποσκευές (μεταφορικά το χρησιμοποιώ, αν και θα μπορούσε άνετα να χρησιμοποιηθεί και κυριολεκτικά για τις έτοιμες να σκάσουν βαλίτσες!) κι επίσης πολύ τυχερός να έχω περάσει με την Αθηνά και το Γιώργο, την Αλεξάνδρα, την Έλλη, το Δημήτρη και τον Αντώνη αυτή την εμπειρία. Το μόνο πραγματικά που μου την έσπαγε ήταν ένας ιδιοφυής Λατινοαμερικάνος εκ της γειτονικής του Περού Χιλής. Τέτοιας ιδιοφυΐας στη γραφή του που έχει πάρει ο άτιμος γεγονότα κι υπαρκτά πρόσωπα, τα έχει επιδέξια κόψει και ράψει, προσφέροντας στον αναγνώστη ένα αποτέλεσμα ανησυχητικά δυστοπικό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Θα έπρεπε, η αλήθεια, να τον ξέρω ήδη τον Benjamín Labatut από το Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, όπου σε ένα μείγμα δοκιμίου και μυθοπλασίας αναδεικνύει τη σκιά πίσω από τις φανταχτερές επιστημονικές ανακαλύψεις. Παρόλα αυτά είχα επιλέξει να τον βάλω στο ταξιδιωτικό σακίδιο, αυτή τη φορά μέσα από το The MANIAC. Τίτλος που παραπέμπει σε έναν από τους πρώτους υπερυπολογιστές που χρησιμοποιήθηκαν τη δεκαετία του '50 στις Η.Π.Α. για εκτενείς και ακριβείς υπολογισμούς για πυρηνικές βόμβες, δες Mathematical Analyzer Numerical Integrator and Automatic Computer Model. Τίτλος όμως και προφανούς ειρωνείας για την ίδια την ανθρώπινη νοημοσύνη και τα επιτεύγματα που με αυτήν η ανθρωπότητα έχει πετύχει. Και λέω ειρωνεία γιατί το έργο αντλώντας υλικό από μεγάλες προσωπικότητες της επιστήμης, κυρίως τον ιδιοφυέστατο John von Neumann, αφήνει πολλές αιχμές για τα κίνητρα, την ηθική και τη χαλιναγώγηση των όποιων επιτευγμάτων. Σε αυτό το άβολο πλαίσιο, έρχεται η κορύφωση, φυσικά, με υλικό από τις σύγχρονες εξελίξεις της Τεχνητής Νοημοσύνης και κατά πόσο αυτές είναι ακόμη υπό τον έλεγχο του ανθρώπου δημιουργού, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται η απώλεια του ελέγχου αυτού.

Τροφή για πολλή σκέψη, όπως άλλωστε επιτυγχάνει η καλή λογοτεχνία. Με το ένα ή άλλο βιβλίο, περισσότερο ή λιγότερο καλό για τα γούστα μου, σίγουρα δεν έμεινα παραπονεμένος πέρσι. Το καλύτερο πάντως είναι πως φαίνεται να έχει αρχίσει να επηρεάζεται από τη φιλαναγνωσία και κάποιος άλλος στο σπίτι! Εντάξει, έχοντας Τα 88 Ντολμαδάκια του μεγάλου μας παραμυθά Ευγένιου Τριβιζά, ένα υπέρχοχο πολύκλωνο παραμύθι (που εμείς αποφασίζουμε πώς θα εξελιχθεί) δε θέλει και πολύ για να το ανοίξεις, να πέσεις με τα μούτρα και να αφεθείς στο ταξίδι. 
 
Να ευχηθώ, λοιπόν, στα ταξίδια που δε ζήσαμε ακόμη κι ανυπομονούμε να μας φέρει, μικροί και μεγάλοι, η νέα χρονιά!