Wednesday, September 21, 2022

Εξασκώντας τη μνήμη με πρόσφατες καλοκαιρινές αναμνήσεις και προγονικές καταβολές

Πάνε κιόλας τρεις βδομάδες απ΄ όταν επιστρέψαμε από τις καλοκαιρινές διακοπές στα πάτρια εδάφη. Κι ακόμη το μυαλό μου είναι εκεί. Τα πολύτιμα κομμάτια τους ακόμη τα αξιολογώ. Σίγουρα πρόκειται για διακοπές με όλη τη σημασία της λέξης: μια παύση απ΄ ό,τι κάνω στην καθημερινότητα, παύση την οποία γέμισαν παρέες με αγαπημένα πρόσωπα εκεί, θάλασσα, πολλή θάλασσα κι αλμύρα, και οικεία μέρη που μου είχαν λείψει. Αλλά και νέες πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες. Εμπειρίες που λαχταρούσα να ζήσω και ετοίμαζα καιρό τώρα. Πώς να περιγραφεί άραγε η εμπειρία του να πλέεις στα ανοιχτά του Αιγαίου, έχοντας αέρα στα πανιά σου και μια καταπληκτική ξαστεριά από πάνω σου; Γεμάτες οι βαλίτσες λοιπόν και είμαι πολύ ευγνώμων γι΄ αυτό.

Και παρότι βρέθηκαν στο μεταξύ πολλές αφορμές για μερικές αράδες εδώ, δεν ένιωσα τόσο έντονη την επιθυμία να τις καταγράψω. Να όμως ένα βιβλίο, που έχοντας απλά κερδίσει την προσοχή μου από τη σύντομη περιγραφή του οπισθόφυλλου κι έγινε οπότε κι αυτό κομμάτι των καλοκαιρινών μου διακοπών, στέκεται σήμερα ικανό να θέλω οπωσδήποτε να σημειωθεί στο ημερολόγιο. Δεν ξέρω για ποιον απ΄ όλους τους λόγους το καταφέρνει αυτό το «Καθετί το λυπηρό είναι ένα ψέμα (μια αληθινή ιστορία)» του Ντάνιελ Ναγέρι. 
 


Και να φανταστείς ότι αρχικά νόμιζα ότι πρόκειται για παιδική λογοτεχνία που θα διάβαζα τα βράδια στο γιο μου. Μπορεί να έπεσα έξω, αφού για έναν εξάχρονο άρχισαν τα νοήματα από ένα σημείο και μετά να γίνονται πολύ απαιτητικά, αλλά διατηρώντας πράγματι μια αθώα περιγραφή σκληρών καταστάσεων φαίνεται πώς είχε τον τρόπο να μη θέλω να το αφήσω όταν μόνος μου το διάβαζα τελικά πριν κλείσω τα μάτια τα ζεστά μεσημέρια ή βράδια! Κι αυτή η αθωότητα να καταλήγει σε αφοπλιστικές παραδοχές απευθυνόμενες άμεσα σε σένα ως αναγνώστη. Πολλά αποσπάσματα θα μπορούσα να ξεχωρίσω για του λόγου το αληθές, περιορίζομαι όμως στο ακόλουθο:

"Η κυρία Μίλλερ λέει ότι έχω χάσει τον μπούσουλα στην ιστορία και τώρα βάζω διάφορα για να την παραγεμίσω. Της απάντησα ότι είναι αγκιστρωμένη σε έναν δυτικό τρόπο αφήγησης, τον οποίο εγώ δεν υιοθετώ. Εξάλλου και η Σεχραζάντ αυτό κάνει στις Χίλιες και μία νύχτες. Χρονοτριβεί όσο μπορεί.
    Έβαλε τα γέλια όταν το είπα.
   Ήταν ένα γέλιο αυθεντικό και για μια στιγμή είδα πώς είναι τις ώρες που δεν είναι καθηγήτρια. Κάπως έτσι θα γελά και στο σινεμά ή στο θέατρο. «Μπράβο, Ντάνιελ» είπε. «Χρησιμοποίησες τη μετοχή αγκιστρωμένος με πολύ όμορφο τρόπο».
    «Ευχαριστώ» της είπα.
    Είδες πόσο σούπερ έχουν γίνει τα αγγλικά μου; 
   Η ουσία πίσω από τις Χίλιες και μία νύχτες είναι η εξής: Αν οι άνθρωποι περνάμε χρόνο μαζί και ακούμε ο ένας τον άλλον με προσοχή και κοιταζόμαστε στα μάτια, τότε θα αγαπηθούμε. Θα μείνουμε έκθαμβοι από το πόσο όμορφα πλάσματα είμαστε. Δε θα μας περάσει ποτέ από το μυαλό να γίνουμε σατανικοί βασιλιάδες, ούτε και θα σκοτωνόμαστε αναμεταξύ μας. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η ίδια η ιστορία, αλλά η αφήγησή της. Το να περνάς χρόνο με τον άλλον. Να τον αγαπάς.
    Τα καλύτερα σημεία κάθε ιστορίας βρίσκονται ανάμεσα από τις λέξεις και γύρω από όσα συμβαίνουν. Το πώς φαντάζεσαι ότι είμαι όταν δε σου αφηγούμαι την ιστορία μου, αλλά καθόμαστε παρέα σιωπηλοί. Έχω άραγε τα χέρια μου σταυρωμένα μπροστά; Μοιάζω αγχωμένος; Θα μου άρεσε να μιλήσουμε για το Final Fantasy; Θα απαντούσα ναι, αν με καλούσες στο σπίτι σου;"

Εξάλλου η τρέχουσα χρονιά σηματοδοτεί μια τραγική επέτειο για τον Ελληνισμό, συμπληρώνοντας εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον τραγικό ξεριζωμό των Ελλήνων από τις εκεί αρχέγονες μήτρες τους. Δισέγγονος κι εγώ προσφύγων του Πόντου, τέθηκα μέσα από το ανάγνωσμα αυτό, εκτός των άλλων, χωρίς να το καταλάβω αντιμέτωπος με τη σκληρή μοίρα ενός σύγχρονου νεαρού Ιρανού πρόσφυγα που φτάνει τελικά στην Οκλαχόμα των Η.Π.Α. και χρόνια αργότερα γίνεται συγγραφέας ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος στην προσπάθειά του να διατηρήσει τις αναμνήσεις του ζωντανές. Αναμνήσεις που καθορίζουν την ταυτότητά σου ως ανθρώπου:

"Όμως το ερώτημα «ποιος με γέννησε;» δεν μπορείς να το απαντήσεις μόνος σου. Πρέπει κάποιος άλλος να σου δώσει την πληροφορία. 
    Εσύ απλώς γεννιέσαι και, όταν πια μεγαλώνεις λιγάκι και μπορείς πια να καταλάβεις, σου λένε ποιοι είναι οι πρόγονοί σου. Κάποιοι δηλαδή έχουν αξιώσεις πάνω σου. Έτσι γεννιέσαι για δεύτερη φορά. Ανήκεις κάπου. Κουβαλάς ένα οικογενειακό όνομα. 
    Είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχεις. Πιο σημαντικό από τη φυλή ή τη θρησκεία. Πιο σημαντικό από το ποιες σειρές σού αρέσουν στην τηλεόραση. Είναι το κομμάτι του εαυτού σου με το οποίο κουβεντιάζεις αργά τη νύχτα – τόσο αργά που δεν είσαι καν σίγουρος αν είσαι ξύπνιος ή κοιμισμένος.
    Είναι η ουσία σου. Εκείνο που έχει βγει μέσα από τα γενετικά υγρά, τους δημιουργικούς χυμούς, τη χημική γλίτσα, τα πάθη και τα λάθη του παρελθόντος, τις αναμνήσεις των άλλων ανθρώπων, τα αγαπημένα γλυκά [...] – όλα αυτά ανακατωμένα μέσα στο παχύρευστο σιρόπι της ανθρώπινης ύπαρξής σου. Το αίμα σου. Αυτό είσαι. Αυτή είναι η πιο αληθινή πλευρά σου.»

Ταξίδι ανακάλυψης αυτής σου της πλευράς μη έχοντας παρά μια «μνήμη κουρελού», όπως ο ίδιος λέει, και καλεί ευγενικά τον αναγνώστη να το παραδεχτεί και για τη δική του, με την έννοια τόσο των προσωπικών αναμνήσεων, επιλεκτικά τις περισσότερες φορές ξεχωρισμένων από τους ίδιους, όσο με την έννοια εκείνων των αναπαραγμένων από διηγήσεις άλλων και καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα.

Για κάτσε λίγο... Ότι θα έφτανα εννιά χρόνια μετά την πρώτη καταγραφή να αναλογιστώ αυτό εδώ το ημερολόγιο ως ένα μέσο να υφαίνω μια κουρελού δεν το είχα φανταστεί! Κουρελού, λοιπόν, από ξεχωριστές εμπειρίες, διηγήσεις και συλλογισμούς που θα ήθελα να κρατήσω ζεστά στο ψύχος του χρόνου!