Wednesday, July 15, 2020

Η λογοτεχνία ξέρει!


Πάει καιρός από την τελευταία φορά που γράφτηκε κάτι εδώ. Όχι και τόσο περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι η κοινωνική ζωή το τελευταίο διάστημα, από το Μάρτιο κιόλας, περιορίστηκε λόγω της πανδημίας στα πολύ βασικά, μην αφήνοντας τα όποια κοινωνικά δρώμενα να προσφέρουν τυχόν ενδιαφέρουσες αφορμές και εμπειρίες για γράψιμο εδώ. Ναι, ειπώθηκε συχνά και θα το επαναλάβω κι εδώ ότι η κοινωνικότητα είναι τελικά που κάνει τη ζωή μεστή νοήματος!

Παράλληλα όλη αυτή την περίοδο μού ήταν προτιμότερος μάλλον ο ρόλος του δέκτη μηνυμάτων, σκέψεων, κειμένων άλλων, παρά αυτός του πομπού. Ίσως εντάθηκε αυτό κι από το μούδιασμα και την αβεβαιότητα της πρωτοφανούς κατάστασης στην οποία μας έθεσε η πανδημία. Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται μια τέτοια διαδικασία σιωπής επωφελής πριν πει κανείς κάτι. Μακάρι να λαμβάνονταν αυτό πιο συχνά υπόψη από όσους αρθρώνουν δημόσιο λόγο.

Ανάμεσα σε όσα κείμενα έπεσαν στα χέρια μου λοιπόν αυτό τον καιρό, ένα θέλω οπωσδήποτε να ξεχωρίσω εδώ. Δε θυμάμαι πώς ακριβώς ελκύστηκα από αυτό το βιβλίο, έτσι που να αποφασίσω να το διαβάσω άμεσα και μάλιστα στην πρωτότυπή του γλώσσα, τα γερμανικά, που μου ήταν διαθέσιμο. Ίσως χάριν κάποιας σχετικής βιβλιοκριτικής που τόνιζε το γενικευμένο αίσθημα αδικίας το οποίο περιβάλλει το έργο, συντονίζοντάς το με προσωπικές εμπειρίες ή με όλους αυτούς τους περιορισμούς που καλώς ή κακώς καλούμαστε να ακολουθούμε τους τελευταίους μήνες. Στο συγκεκριμένο συγγραφέα άλλωστε ανήκει η παροιμιώδης φράση ότι «τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας» ("
Ein Buch muß die Axt sein für das gefrorene Meer in uns."), κατά την οποία αν τον ερμηνεύω σωστά, η λογοτεχνία σχετίζεται άμεσα με τα συναισθήματα και τις σκέψεις του αναγνώστη, έτσι που ακόμη και καλά κρυμμένα αυτή δύναται να τα βγάζει στην επιφάνεια.

Εντάξει, ο Φραντς Κάφκα μου ήταν ήδη γνωστός. Όταν μάλιστα τον πρωτοδιάβασα στο κάθε άλλο παρά σύνηθες έργο του «Η Μεταμόρφωση», κατάλαβα προς τι αυτή η φήμη του ως συγγραφέα τού παράλογου. Ή ακόμη, αποσπασματικές φράσεις όπως αυτή με την οποία καλωσορίζει ο
Soloύp τον αναγνώστη του στην έντονα συγκινητική εικονογραφημένη ιστορία του «Ο Συλλέκτης, έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο», δε σε αφήνουν αδιάφορο.

Παρεμπιπτόντως, η αναφορά ενός βιβλίου που διάβασα και μου άρεσε σε κάποιο άλλο, ουκ ολίγες φορές με οδήγησε στη συνέχεια στο αναφερόμενο. Πρόκειται για τα μαγικά νήματα που συνδέουν τα καλά βιβλία μεταξύ τους!


Κάπως έτσι εν τέλει άρχισε να ξεφυλλίζεται «Η δίκη» μπρος τα μάτια μου και οι λέξεις να πλάθουν καλά σκηνοθετημένες εικόνες κι εγώ ως αναγνώστης να γίνομαι μάρτυρας μεγάλης έντασης, συχνά παράλογων, καταστάσεων. Ειλικρινά, μαεστρία τέτοιου είδους είχα να δω από το μεγάλο Ντοστογιέφσκι! Και να σκεφτεί κανείς ότι ίδιος ο Κάφκα θεώρησε ότι το έργο αυτό δεν άξιζε να εκδοθεί. Μόνο μετά το θάνατό του και χάριν στην ανυπακοή του έμπιστου φίλου του Μαξ Μπροντ, προσφέρθηκε στο αναγνωστικό κοινό (πρώτη έκδοση το 1925), το οποίο έκτοτε φαίνεται πως το κατατάσσει μεταξύ των πιο εμβληματικών έργων του περασμένου αιώνα.

Τι το κάνει όμως, αλήθεια, τέτοιο; Ο Γιόζεφ Κ., ένας ευυπόληπτος και φιλόδοξος υπάλληλος μιας τράπεζας, συλλαμβάνεται το πρωί των τριακοστών γενεθλίων του από δύο φρουρούς και οδηγείται στον ανακριτή, χωρίς να μάθει ποτέ το λόγο της σύλληψής του. Αρχικά με σιγουριά ότι θα βρει το δίκιο του αλλά σταδιακά αποθαρρημένος, βρίσκεται αντιμέτωπος με κανόνες που ελάχιστο νόημα βγάζουν και τους οποίους κάθε άλλος πέραν αυτού μοιάζει να ξέρει. Φιγούρες που ξεπετάγονται από το πουθενά και υπόσχονται να τον βοηθήσουν, χάνονται τις περισσότερες φορές έτσι όπως ήρθαν χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια. Ένα ολόκληρο σύστημα φαίνεται να δρα με ένα συγκεκριμένο τρόπο και στη μέση του ο πρωταγωνιστής καταβάλλει ανέλπιδες προσπάθειες να του ξεφύγει. Μάταια. Έχοντας βυθιστεί στην αυτολύπηση και την παραίτηση βρίσκει άδοξο τέλος.


Το έργο μπορεί να ερμηνευτεί σε πολλά επίπεδα. Μπροστά από την εποχή του, ο Κάφκα μοιάζει κυρίως με προφήτη εκείνων των ολοκληρωτικών καθεστώτων που έμελλε να δει εν συνεχεία ο προηγούμενος αιώνας. Εκείνων που χτισμένα με βάση τη διαφθορά προσπαθούν να «σπάσουν» τον άνθρωπο μέρα με τη μέρα, θυμίζοντάς του διαρκώς ότι έχουν τον τρόπο να τον καταστρέψουν. Και τελικά το καταφέρνουν, αφήνοντας αυτή την απειλή να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του επ΄ αόριστον, αδρανοποιώντας τον έτσι που αυτός ούτε καν ξέρει ενάντια σε τι αγωνίζεται.

Θα μπορούσε από αυτή την άποψη, επομένως, να θεωρηθεί το έργο πλέον ξεπερασμένο; Θα ήταν προφανώς πολύ αφελές να πιστέψει κανείς ότι οι απειλές κατά της δημοκρατίας και της ελευθερίας του ανθρώπου εξαλείφθηκαν μαζί με το πέρας του 20ου αιώνα. Κάθε άλλο, η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης θέτουν νέες προκλήσεις. Ειδικοί επιστήμονες του είδους τολμούν να καταστήσουν σαφές ότι «έξυπνες» μηχανές λειτουργούν πλέον με τρόπο όχι απαραιτήτως κατανοητό από τους ανθρώπινους δημιουργούς τους, δες π.χ. εδώ
, με ό,τι ενδεχομένως συνεπάγεται αυτό ως προς το μελλοντικό έλεγχο του ανθρώπου! Άλλοτε πάλι γίνεται λόγος για ψηφιακές δικτατορίες υπό την έννοια της συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια μιας μικρής μόνο ελίτ ευνοημένης από τα τεχνολογικά μέσα που έχει στη διάθεσή της.


Όπως έχει ειπωθεί από το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, «δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε αναπόφευκτο ότι η ανθρωπότητα θα προοδεύει πάντα. Βλέπουμε σήμερα το μέλλον να έχει ήδη ξεκινήσει. Είμαστε αντιμέτωποι με την ανηλεή προτεραιότητα του τώρα. Σε αυτή τη μυστήρια ζωή και ιστορία δεν είναι επομένως καθόλου απίθανο να δράσουμε πολύ καθυστερημένα»[1]. Η ζωή όντως τρέχει με απαιτητικούς ρυθμούς. Για όλα όμως εκείνα που θα κρίνουν το μέλλον της ανθρωπότητας, χρειάζεται περισυλλογή. Και αν κάτι μπορεί να βοηθήσει σε αυτό δεν είναι παρά η λογοτεχνία και σπουδαία έργα όπως «Η δίκη»!



1. Martin Luther King, Jr. (2010), Where Do We Go from Here: Chaos Or Community?, Beacon Press.