Παρότι αρκετά κουρασμένος μετά τη σημερινή επιστροφή, επιμένω να θέλω να κάτσω να καταγράψω εδώ μερικές αράδες σκέψεις και εμπειρίες μετά από την πολυήμερη εκδρομή σε νέους τόπους. Επιμένω μάλλον φοβούμενος μην τύχει και μου δραπετεύσουν πριν προλάβω να τις αποτυπώσω όσο το δυνατόν καλύτερα, φρέσκιες-φρέσκιες όπως τις έχω τώρα. Όσο για την κούραση, αναμενόμενη σε τέτοιες περιπτώσεις και πολύ περισσότερο όταν αυτήν τη φορά κληθήκαμε να κάνουμε την εκδρομή παρέα με έναν μπόμπιρα, ούτως ή άλλως ενθουσιώδη συνοδοιπόρο μας, πάντα έτοιμο να ανακαλύψει νέα πράγματα, ο οποίος όμως απαιτεί τις ιδιαίτερες φροντίδες μας!
Αυτή τη φορά, λοιπόν, αφορμή για το ταξίδι στάθηκαν δύο γάμοι. Ναι, δύο ζευγάρια καλών ξένων φίλων μας εδώ στο Μόναχο (τι ωραίο πράγμα η πολυπολιτισμικότητα εδώ!) πήραν τη μεγάλη απόφαση να ενώσουν επίσημα τις ζωές τους... ταυτόχρονα! Εντάξει, σχεδόν ταυτόχρονα εννοώντας ότι οι ημερομηνίες που όρισαν για τους γάμους τους ήταν με πέντε μέρες μόνο διαφορά. «Ε, και; Σιγά, σχεδόν μια βδομάδα!» θα πει κάποιος και με το δίκιο του. Όταν όμως ο ένας τόπος τέλεσης του μυστηρίου απέχει από τον άλλο μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα, ε, τότε μπορεί όντως να φαντάζει στα μάτια των καλεσμένων ως ταυτόχρονα! Και κάπως έτσι «αναγκαστήκαμε» να επισκεφτούμε δυο γωνιές της νότιας Ευρώπης που πάντα θα θέλαμε: τη Χώρα των Βάσκων στο βόρειο μέρος της Ιβηρικής, με επίκεντρο το Σαν Σεμπαστιάν, που ένα και μόνο καρτ ποστάλ του αρκεί για να σε καταγοητεύσει, και τη Σικελία με επίκεντρο την Τσεφαλού (ή Κεφαλοίδιον ή Κεφαλοΐδιον όπως αποκαλούνταν από τους αρχαίους Έλληνες), που ως κομμάτι άλλοτε κοιτίδας ακμαίου Ελληνισμού σε προκαλεί αναμφίβολα να τη γνωρίσεις.
Παρόλο που μια τέτοια συνδυαστική εκδρομή απαίτησε χρονοβόρα οργάνωση λεπτομερειών, απασχολώντας μας η προετοιμασία της απ΄ αυτή την άποψη καιρό πριν, ίσως τελικά ακριβώς λόγω αυτού, ομολογώ ότι δεν είχε προηγηθεί από πλευράς μου και τόσο καλή πληροφόρηση γύρω από τους προορισμούς ως συνήθως. Κρίνοντας από τους από κει φίλους, είχαν περιοριστεί οι προσδοκίες μου στην εγκαρδιότητα, την αμεσότητα, τη φιλοξενία των ντόπιων, με την ελπίδα να επιβεβαιωθούν όλα επί τόπου.
Σ΄ ένα μόνο, ωστόσο, ταξιδιωτικό άρθρο που πρόφτασα να διαβάσω την προηγουμένη της αναχώρησης για τη Χώρα των Βάσκων, τον πρώτο προορισμό, μου έκανε εντύπωση ότι γινότανε λόγος για πολλή βροχή. Και όταν το επόμενο μεσημέρι είχαμε φτάσει στο Μπιλμπάο, θυμάμαι που σκέφτηκα πόσο δίκαιο είχε εκείνο το άρθρο, γαμώτο (πρόκειται για ένα ομολογουμένως εξαιρετικό άρθρο)! Τότε μάθαμε ότι αυτό το εκνευριστικό, σύνηθες εκεί ψιλόβροχο λέγεται στη γλώσσα των Βάσκων «τσίρι μίρι». Και λέω γλώσσα των Βάσκων και όχι ισπανικά όπως θα περίμενε βασικά κανείς, γιατί πρόκειται όντως για μια άλλη γλώσσα -ούτε καν διάλεκτο-, την euskara, επίσημη κι αυτή που κρατάει λέει από την αρχαιότητα, διατηρώντας την ιδιαιτερότητά της, έτσι που οι γλωσσολόγοι δεν έχουν καταφέρει να την κατατάξουν σε μια από τις γνωστές οικογένειες γλωσσών. Είχα βέβαια τύχη βουνό γιατί το ένα και μοναδικό άρθρο που είχα διαβάσει, είχε προλάβει να με πληροφορήσει και γι΄ αυτό, προετοιμάζοντάς με για πινακίδες στους δρόμους όλες εις διπλούν, τόσο στα ισπανικά όσο και στα βασκικά.
Άνθρωποι περήφανοι για την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, την εκφρασμένη και μέσα από τη γλώσσα, οι Βάσκοι. Κάτοικοι σε έναν τόπο πλούσιο φυσικά. Παρότι καλοκαίρι και σίγουρα σε πλήρη αντίθεση με ό,τι ξέρουμε από την πατρίδα μας, παντού εμφανής στο γύρω τοπίο η βλάστηση σε ευρεία γκάμα αποχρώσεων του πράσινου. Τόπος εύφορος και μάλλον βασιζόμενοι σε μια ως εκ τούτου αυτάρκειά του, οι Βάσκοι στο πέρας της ιστορίας επιδίωκαν την αυτονομία ή ανεξαρτησία τους. Αν και προσωπικά υποστηρικτής της ιδέας της «ισχύος εν τη ενώσει», μπορώ ωστόσο να υποψιαστώ τους λόγους για τους οποίους επιλέγει κάποιος να αντιδράσει έτσι, φοβούμενος μη χάσει την ταυτότητά του.
Έχοντας ξεκουραστεί στο αυθεντικό, γραφικό ψαροχώρι Όριο, περάσει από τη Θαραούτθ των surfer και τη μεσαιωνική Γκετάρια, αφού γίναμε με τις καλύτερες εντυπώσεις μάρτυρες της επίσημης γαμήλιας ένωσης των φίλων μας και το γλεντήσαμε δεόντως στο κοσμοπολίτικο Σαν Σεμπαστιάν, σκασμένοι από τα νόστιμα «πίντσος», τα τοπικά μεζεδάκια, φύγαμε από τη Χώρα των Βάσκων με τις καλύτερες αναμνήσεις, ξεκινώντας να προλάβουμε τον επόμενο κιόλας γάμο στη Σικελία (σε τρεις μόνο μέρες!).
Η αεροπορική σύνδεση μας επέβαλε να πάμε μέσω Βαρκελώνης κι εμείς μετά χαράς δεχτήκαμε την ευκαιρία να περάσουμε μερικές ώρες στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, με ό,τι προφτάσουμε να δούμε εκεί. Η αλήθεια είναι ότι η Βαρκελώνη έχει τη φήμη μιας εκ των ομορφότερων και ζωντανότερων μητροπόλεων της Μεσογείου με πλήθος αξιοθέατων ή δραστηριοτήτων. Θα πρέπει βέβαια αυτή η φήμη να έχει εξαπλωθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια έτσι που ο τουρισμός χτυπάει ρεκόρ. Με όλη την ειλικρίνεια δεν είχα σκεφτεί όμως ποτέ ότι αυτό μπορεί να είναι και προβληματικό και δε θυμάμαι άλλη φορά να ενοχλούμαι από τις μάζες τουριστών. Και αυτή δεν είναι τελικά μόνο δική μου εντύπωση αφού εκ των υστέρων διάβασα ότι πρόκειται για υπαρκτό πρόβλημα που με διάφορους τρόπους επιχειρείται να αντιμετωπιστεί, όπως π.χ. θέτοντας περιορισμούς στον αριθμό των διαθέσιμων κλινών προς ενοικίαση στην πόλη. Σε αυτό το πλαίσιο εξηγείται μάλλον και σειρά αφισών στους δρόμους για σεβασμό των ντόπιων από πλευράς των τουριστών!
Κατά τ΄ άλλα, δε γίνεται να περάσει απαρατήρητη η αρχιτεκτονική υπογραφή του χαρισματικού Καταλανού στο μουντό εν μέρει ιστό της μεγαλούπολης. Ο λόγος φυσικά για τον Γκαουντί που με τις εμπνευσμένες περίτεχνες επεμβάσεις του σε πάρκα της πόλης (Park Güell), πολυκατοικίες (Casa Batlló ή Casa Milà) και μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς ναούς (Sagrada Familia) φαντάζει αξεπέραστος ακόμη και σήμερα στα μάτια των επισκεπτών. Την εικόνα της πόλης ολοκληρώνει η παραθαλάσσιά θέση της που της χαρίζει μια ιδιαίτερη αύρα, με πολλά ψάρια διαθέσιμα στο πιάτο των καλοφαγάδων και άλλα τόσα στο εντυπωσιακό, τεράστιο ενυδρείο στην παραλία της πόλης, τη γνωστή Μπαρτσελονέτα.
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά ούτε που καταλάβαμε πώς είχε πλησιάσει η ημερομηνία του γάμου στην Σικελία και όταν την παραμονή προσγειωθήκαμε στο Παλέρμο και βγήκα απ΄ το αεροδρόμιο έξω, ένιωσα ένα κύμα ζεστού αέρα να μου προκαλεί δυσφορία. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η ατμόσφαιρα κάτι μου θύμισε από Ελλάδα, για να αποδειχθεί βέβαια έπειτα ότι αυτό δεν ήταν το μόνο. Τόσο το φυσικό περιβάλλον, το ξερό κατά βάση, όσο και το κλίμα είναι πράγματι παρόμοια. Αυτό το γνώριμο περιβάλλον σε συνδυασμό με την πλεονεκτική θέση της στο κέντρο της Μεσογείου, φαίνεται θα αποτέλεσαν τους καθοριστικούς παράγοντες για την επιλογή της Σικελίας από τους αρχαίους Έλληνες ως ενός από τους πιο πρώιμους στόχους των ναυτικών επιχειρήσεων και αποικιακών τους δραστηριοτήτων.
Σήμερα αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της δραστηριότητας τα αμέτρητα αρχαιολογικά ευρήματα: αγγεία, ναοί, θέατρα, πολλά εκ των οποίων πολύ καλά διατηρημένα, που δεν καταφέραμε όμως δυστυχώς να επισκεφτούμε επί τόπου. Απεναντίας, εύκολα προσβάσιμος ακόμη και με παιδικό καρότσι στέκεται καταμεσής στην παλιά πόλη της Τσεφαλού ο καθεδρικός ναός που εξωτερικά δε δείχνει να διαφέρει σε γενικές γραμμές από τα βορειοευρωπαϊκά πρότυπα. Η είσοδος στο ναό μου επιφυλάσσει ωστόσο μια έκπληξη: το Χριστό τον Παντοκράτορα σε εμφανώς βυζαντινή τεχνοτροπία απεικονισμένο, ελλείψει τρούλου, στην κόγχη του ιερού, με έκφραση ανήσυχη και συνάμα επιβλητική, κρατώντας βιβλίο, στις σελίδες του οποίου αναγράφεται και στα ελληνικά «Εγώ ειμί το φως του κόσμου...». Αργότερα έμαθα ότι αυτή η εντυπωσιακή μίξη είναι απότελεσμα του γεγονότος ότι στο πέρας των αιώνων η Σικελία τέλεσε ξανά υπό την άμεση ή έμμεση κυριαρχία των Ελλήνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τελευταία περίοδο, ωστόσο, ελληνικής επιρροής στον πολιτισμό της Σικελίας τον 12ο αιώνα, οπότε, λέει, θα πέσει διαδοχικά στα χέρια των Γερμανών, των Φράγκων και των Ισπανών, αλλάζοντας πλέον κατεύθυνση στην ιστορία.
Δηλαδή πάνε πολλοί αιώνες πλέον που «χώρισαν» οι δρόμοι μας αλλά αυτό με δυσκολεύει να εξηγήσω μια ακόμη ομοιότητα που άφησα για το τέλος... Μάλλον όπως στην περίπτωσή μας, οι Σικελοί απέναντι στους φίλους τους χαλί να τους πατήσουν, συμπεριφορά όμως αντιδιαμετρικά αντίθετη αν είσαι ξένος. Με διάφορες αφορμές πάντως μας έγινε δυστυχώς σαφής η έλλειψη σεβασμού, σε προσωπικό ή οδηγικό επίπεδο, ή μας δόθηκε η εντύπωση ότι προσπαθούσαν να μας εκμεταλλευτούν ως τουρίστες. Και όλο αυτό σ΄ ένα κλίμα «χαλαρής» ανοργανωσιάς, λες και βρισκόμασταν αντιμέτωποι με την τυπική συμπεριφορά «Ελληναράδων»! Τι στο καλό, το ΄χει το κλίμα;!
Μπορεί να ακουστεί κοινότοπο αλλά θα τολμήσω να επαναλάβω ότι αυτό που κάνει τελικά πιο βαριές τις αποσκευές σου επιστρέφοντας από το ταξίδι είναι ίσως αυτό το πολυπόθητο «γνώθι σαυτόν», να έχεις μάθει κατά τι καλύτερα τον εαυτό σου. Δοκιμάζοντας τα όρια ή τις κάθε είδους αντοχές σου, διδασκόμενος από την άγνωστη μέχρι τότε σοφία των εκεί ξένων αλλά και τα γνώριμά σου ελαττώματά τους. Κι αν σταθούν αυτά ικανά να σε κάνουν καλύτερο, τότε «ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν». Δηλώνω ευθύς αμέσως έτοιμος να με γνωρίσω καλύτερα μέσα από το επόμενο ταξίδι!
No comments:
Post a Comment
Εδώ μπορείς να αφήσεις το σχόλιό σου!