Θαρῶ πὼς σὰν σωθοῦνε τὰ ψέματα καὶ παρουσιαστοῦμε στὸν Κύριο, στὸν Ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔπλασε θὰ γυρίσει νὰ μᾶς ρωτήσει ὀργισμένος:
―Ἔ! σεῖς ἐκεῖ κάτω οἱ καμπούρηδες κ᾽ οἱ σακάτηδες. Εσεῖς οἱ στραβοὶ κ᾿ οἱ κοψαχείληδες! Ἐσεῖς τὰ παλιάσκερα μὲ τὶς στραβὲς μασέλες, οἱ χτικιασμένοι, οἱ παραλυτικοί, ἐσεῖς οἱ πιασμένοι, οἱ σκεβρωμένοι, οἱ μαλάκηδες. Ἐσεῖς μὲ τὰ δεκανίκια καὶ μὲ τ᾿ ἀλλήθωρο γυαλένιο μάτι, οἱ σαραβαλιασμένοι κ᾽ οἱ ἄσκημοι, ἐσεῖς μὲ τὰ ντενεκεδάκια στὸ στῆθος. Γιά πεῖτε μου, ποιοὶ εἶστε καὶ ποῦθε μοῦ ἔρχεστε; Τί κάματε τὸ «τάλαντον» ποὺ σᾶς ἔδωσα; Ποὔναι τὰ μάτια ποὺ σπιθοβολοῦσαν ἔρωτα, ποὔναι τὰ μαλλιὰ ποὺ ἦταν πιὸ μαῦρα ἀπὸ τὰ πιὸ μαῦρα σταφύλια; Τί γένηκαν τὰ μπόια ποὺ στήλωσα λυγερὰ σὰν τὸ κοντάρι ἀπὸ ὀξιὰ ποὺ μπήγεται στὸν πάτο τῆς θάλασσας ἀπ᾿ τὸν καμακιστὴ καὶ τρέμει ἀπὸ σβελτάδα; Τὰ μπράτσα σας τ᾽ ἀτσαλένια χάρηκαν τὴ δημιουργικὴ δουλειά; ᾿Ανοίξανε τοὺς καινούργιους δρόμους τῆς εὐτυχίας; Σηκώσανε ψηλὰ – ψηλὰ ἀγόρια ξανθά, ροδομαγουλάτα; Οἱ ἀντρίκειες ἀπαλάμες σας φουχτιάσανε τ’ ἀλέτρι καὶ τὸ σφιχτὸ γυναίκειο στῆθος; Τὰ χείλια σας χόρτασαν τὸ τραγούδι τῆς χαρᾶς καὶ τὰ φιλιὰ τὰ κόκκινα; Τὰ στέρεα πόδια σας τρέξανε μέσα στὰ λιβάδια τῆς ζωῆς; Φτεροκόπησαν μέσα στ᾽ ἁλώνι τοῦ χοροῦ; Τ' ἀτσαλένια σας γόνατα σφίξαν ἀνάμεσά τους σὰ σιδερένιος μάγκανος τὸ θηλυκό; Καρπίσατε τὶς καινούργιες ζωὲς μέσα στὰ μυστηριώδικα λαγόνια του, ποὺ κατοικεῖ ἡ Ἡδονὴ μὲ τὴ Δημιουργία; Γιά πεῖτε μου, πῶς τὸ ξοδέψατε τὸ «τάλαντον»;
Κ’ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἀκούσουμε ὅσο μποροῦμε σὲ κανονικότερη στάση προσοχῆς τούτη τὴν προσφώνηση τοῦ Κυρίου, θὰ χαιρετᾶμε κανονικὰ ἕνας - ἕνας, ὅπως στὴν ἀναφορὰ τοῦ Συντάγματος, θὰ «λαμβάνωμεν τὴν τιμὴν» καὶ θὰ Τοῦ λέμε ὁ καθένας μὲ τὴ μελετημένη μετριοφροσύνη ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἡρῶοι στὶς τυπωμένες ἱστορίες
— Κύριε, Κύριε, κάμαμε κάτι καλύτερο ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς ρώτησες. Κοίτα δῶ κορδελίτσες λογιῶν - τῶ - λογιῶν. Κοίτα παρασήματα, λαβωματιές, πλάκα ἀσημένιες γωνιὲς - μιὰ ξαμηνιὰ στ’ ἀνήλιο χαράκωμα θὰ πεῖ ἡ καθεμιά τους. Κοίτα «ἀποσπάσματα ῾Ημερησίων Διαταγῶν», εὔφημες μνεῖες καὶ πράματα καὶ θάματα. Ὅλ᾽ αὐτὰ εἶναι πιστοποιητικά, Κύριε, πὼς ἀγωνιστήκαμε γιὰ «τὴν Ἐλευθερίαν τῶν λαῶν». Τὰ νιάτα; Τὰ παραπετάξαμε στὸ τάδε ἀμπρί, τάδε ὑψόμετρο. Τὰ χρόνια μας; Τὰ περάσαμε σκυφτοὶ μέσα σ᾽ ἕνα ὑπόγειο, συρτοὶ στὰ χαντάκια, διπλωμένοι κάτω ἀπὸ μιὰ γαϊδουριὰ φόρτωμα σιδερικὰ καὶ λογῆς σύνεργα τῆς σφαγῆς. Τὴ ραχοκοκαλιά μας, κοίτα δῶ, σοῦ τὴ φέραμε γυριστὴ σὰν πολεμικὸ τόξο. Οἱ πλάτες μας εἶναι πληγιασμένες ἀπὸ τὴν ξάπλα στὰ νοσοκομεῖα. Τὰ πόδια μας τὰ πελέκησε ἡ ὀβίδα, τὰ σακάτεψε ὁ ἀρθρίτης καὶ τὰ κρυοπαγήματα. Τὰ μάτια μας εἶδαν ὅλα τὰ φριχτὰ καὶ τ᾽ ἄσκημα πράματα, τὰ χέρια μας σκάψανε γοῦβες καὶ λαγούμια γιὰ νὰ κρυφτοῦμε, γιατὶ τρέμαμε σὰν τὰ ζαγάρια. Σκάψαμε καὶ μνημούρια, πολλὰ μνημούρια κι ἀπόπατους χαρακωμάτων. Πήραμε ὅλοι μας μαχαίρια καὶ φωτιὰ καὶ ξεμπερδέψαμε οἱ μισοὶ τοὺς ἄλλους μισούς. Κ᾽ οἱ ἀπαλάμες μας σφίξανε τὴ χει ροβομβίδα ποὔναι πιὸ σκληρὴ ἀπὸ τὸν κοριτσίσιον κόρφο. Νάτες. Εἶναι μαῦρες ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ κολλάει ἀκόμα ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα. Γυναίκα δὲ γνωρίσαμε, παιδιὰ δὲν κάμαμε. Στεφανωτή μας ἡ Πατρίδα, παιδιά μας τὰ πολυβόλα. Χύσαμε στὸ χῶμα τὸ σπέρμα τῆς δημιουργίας Σου μαζὶ μὲ τὸ αἷμα μας. Στάρι δὲ φυτέψαμε. Μὰ ὀργώσαμε τὰ πετροβούνια καὶ τυλίξαμε σὰν κουβαρίστρα τὴ Γῆς μὲ συρματόπλεγμα. Πεθάναμε πάνω στὰ νιάτα μας «ἐνδόξως». Εἴμαστε, χωρὶς συζήτηση, ἡρῶοι γνήσιοι. Μᾶς τὸ βεβαίωσε ὁ Μπαλαφάρας. Καθένας μας ἔχει στὴν τσέπη του τὴν «ὡραία ἐπιστολὴ» τῆς Μεραρχίας. Είμαστε «ἡμίθεοι». Μᾶς ἐξασφάλισαν γι᾽ αὐτὸ ὅλες οἱ φημερίδες τῆς ᾿Αθήνας καὶ τῶν ἐπαρχιῶν σὲ κύρια ἄρθρα, νά μακριά. Περιμένουμε τώρα τὴν «ἀντιμισθίαν» μας, Κύριε, ὅπως μᾶς τὸ ὑποσκέθηκε ὁ παπὰς τῆς Μεραρχίας ἀπὸ μέρος Σας. Γιατὶ πέσαμε «ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος».
Τότες ὁ Κύριος θὰν ἀνοίξει πεντάλφα τὴν ἅγια Του παλάμη κάτω ἀπὸ τὴ μύτη μας καὶ θὰ πεῖ:
—Ορσε, παλιοτόμαρα! Φτύσατε πάνω στὰ πιὸ ἀκριβά μου δῶρα, γρουσούζηδες, χαράμι νὰ σᾶς γίνουν. Αιντε, γκρεμιστεῖτε ἀπὸ δῶ στὸν πιὸ σκοταδερὸ πάτο τῆς πιὸ κρύας θάλασσας, νὰ μὴ σᾶς βλέπουν τὰ μάτια μου. Θὰ σᾶς κάμω σφουγγάρια, νὰ κάθεστ᾽ ἐκεῖ εἰς αἰῶνας αἰώνων, ὥσπου νὰ δῶ τί ἄλλο σόι πράμα ἀκόμα πιὸ ἠλίθιο μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ σᾶς. Μπρός!
Κι ἀμέσως ὅλοι μας, ἐκεῖ ποὺ χαιρετᾶμε ὅσο εἶναι βολετὸ πιὸ κανονικά, «μὲ τὴν δεξιὰν παλάμην (ἡνωμένοι οἱ δάκτυλοι) εἰς τὸ γεῖσον τοῦ κράνους (ὁ ἀγκὼν εἰς τὸ ὕψος τοῦ ὤμου), τὴν ἀριστερὰν χεῖρα τεταμένην κατὰ μῆκος τοῦ μηροῦ μὲ τὸν μικρὸν δάκτυλον εἰς τὴν ραφὴν τοῦ πανταλονίου», ξαφνικὰ ὅλοι μας, χιλιάδες καὶ μιλιούνια ἡρῶοι τοῦ χαρακώματος, θὰ βρεθοῦμε, μωρὲ μάτια μου, στὸν πάτο τῆς πιὸ μαύρης, τῆς πιὸ κρύας θάλασσας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φῶς καὶ νοῦς, μεταμορφωμένοι σὲ σφουγγάρια!
Ἕνας ἀπέραντος καὶ σκοταδερὸς θαλασσινὸς κάμπος θὰ γεμίσει ξαφνικὰ ἀπὸ ἡρωικὰ φυτόζωα, ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων. Καὶ μονομιᾶς θὰν ἀρχίσουμε νὰ σαλεύουμε τὰ γλιστερὰ καὶ μυξάρικα μέλη μας, κανονικὰ καὶ πειθαρχικά, ἃ κι ἀπὸ δῶ, ἂ κι ἀπὸ κεῖ, μιὰ δεξιά, μιὰ ζερβιά, μὲ τὴν κίνηση τῶν λασπωμένων νερῶν.
—Ἕν – δυό. Ἕν – δυό. Ἕν - χό. Ἕν - χό. Ἕεεεν - χόοο!
Κι αὐτὸ θὰ βαστάει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
© Rhein-Erft-Kreis/dpa/Archivbild
© dpa
No comments:
Post a Comment
Εδώ μπορείς να αφήσεις το σχόλιό σου!