Saturday, October 21, 2017

«Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας»

Πάνε λίγες μέρες απ΄ όταν είχαμε την ευκαιρία εδώ στο Μόναχο να μάθουμε από πρώτο χέρι για τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της κοσμολογικής έρευνας των Φυσικών. Εισηγητής ήταν ένας ερευνητής πρώτης γραμμής του αντικειμένου ως καλεσμένος της Λέσχης Ελλήνων Επιστημόνων. Στην προσπάθεια, λοιπόν, να δοθεί μια γενική και κατά το δυνατόν εκλαϊκευμένη εικόνα, ακούσαμε από τον ίδιο το διακεκριμένο καθηγητή κ. Νανόπουλο για το άπειρο χωροχρονικό σύμπαν στο οποίο δεν είμαστε παρά μόνο μια κουκίδα. Μάλιστα, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος που περιλαμβάνεται εκεί μέσα, εμείς δεν είμαστε καν ικανοί να το προσεγγίσουμε, αποτελώντας ως άγνωστη σκοτεινή ύλη και ενέργεια κατά την επικρατέστερη θεωρία (Standard Model of Cosmology) περίπου το 95%!


Σχέδιο από το βιβλίο "L’atmosphère: météorologie populaire" του Camille Flammarion (1888) για τη Γη σε σχέση με άλλα ουράνια σώματα


Παρά τις δυσχερείς αναλογίες φαίνεται πως η ανθρωπότητα αιώνες τώρα διψούσε να μάθει περισσότερα για τον κόσμο που την περιβάλλει και να διευρύνει όσο μπορεί την αντίληψή της γι΄ αυτόν. Κάπως έτσι κέντρισε το ενδιαφέρον μας ο ομιλητής από την πρώτη κιόλας διαφάνεια της παρουσίασής του. Εκεί είδαμε τον Bruno Giordano σε μια καλλιτεχνική απεικόνιση της προσπάθειάς του να δει πέρα από τον έως τότε θεωρούμενο πεπερασμένο θόλο του σύμπαντος, αφήνοντας πίσω του έτσι κατά μια έννοια τη σιγουριά και μακαριότητα όσων ήταν γνωστά. Πράγματι, η εν λόγω απεικόνιση σε γνωστό επιστημονικό κείμενο του 19ου αιώνα είναι άκρως εύστοχη αν σκεφτεί κανείς ότι ο ανήσυχος Λατίνος διανοητής της Αναγέννησης πλήρωσε την τολμηρή πρότασή του περί ενός απείρου σύμπαντος με την ίδια του τη ζωή (1600), όταν η Ιερή Εξέταση της Ρώμης τον καταδίκασε σε θάνατο στην πυρά. 

Μάλλον η παπική εξουσία δεν ήθελε να δεχτεί ότι κάποιος εκτός αυτής θα είχε δικαίωμα να κάνει λόγο για μη απτά πράγματα και έννοιες αφηρημένες. Ήταν τότε που η Καθολική Εκκλησία φρόντισε με την απαράδεκτη στάση της να κάνει ασυμβίβαστη τη Θεολογία με την Επιστήμη, τις θετικές βασικά επιστήμες που τότε βρίσκονταν στη χαραυγή της επακόλουθης προόδου τους.

Πολλούς αιώνες μετά το τραγικό τέλος του «μάρτυρα της Επιστήμης», όπως αποκαλείται συχνά ο Bruno Giordano, και ενώ εμείς οι ίδιοι σήμερα είμαστε μάρτυρες ραγδαίων επιστημονικών και κατ΄ επέκταση τεχνολογικών εξελίξεων, έχω την αίσθηση ότι το ασυμβίβαστο Θεολογίας και Επιστήμης συντηρείται, μάλλον ενισχυμένο ως κοινός τόπος πλέον για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Στις παραπάνω ευθύνες, μου είναι σαφές ότι έρχεται να συντελέσει επιπλέον με τη σειρά της η ανθρώπινη αντίληψη που αρέσκεται σε εύκολα δίπολα, μη θέλοντας να δει ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο απ΄ τη στιγμή που έρχεται να μιλήσει εκεί που τελειώνει το άλλο. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι τέτοιοι απλοϊκοί συλλογισμοί αντιτίθενται πλήρως με μια πιο επεξεργασμένη σκέψη που η ίδια η Επιστήμη πρεσβεύει!

Κατά τραγική σύμπτωση έπεσε αυτές τις μέρες στα χέρια μου ένα σχετικό κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά γραμμένο πολλές δεκαετίες πίσω («Η έξοδος από το μηδενισμό», 1960) που όμως παρεμβαίνει με απίστευτα επίκαιρο τρόπο. Ορίστε πώς μας διαφωτίζει το γνήσιο τέκνο της γόνιμης «Γενιάς του ΄30»:

«Θα πρέπει, κάποτε, να αρχίσουμε να υπερνικούμε την κατάπληξη, που μας έχουν προκαλέσει οι επιστημονικές ανακαλύψεις της τελευταίας περιόδου και να συλλάβουμε ξανά τις σωστές αναλογίες των πραγμάτων. Είναι, νομίζω, απαράδεκτα απλοϊκή η άποψη που ακούεται συχνά και που ένας επιστολογράφος μου την επαναλαμβάνει, ότι «τον καιρό των σπούτνικ και των λούνικ και εκατό χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Δαρβίνου, δεν μπορούμε πια να στριφογυρίζουμε ανερμάτιστα γύρω στο θρησκευτικό θέμα». Τα «σπούτνικ» και τα «λούνικ» δεν φαίνεται να άλλαξαν τίποτα βασικό στη λειτουργία του πνεύματος. Από αρκετούς αιώνες, είχαμε συνειδητοποιήσει ότι μας περιβάλλει το άπειρο. Το ότι σήμερα στέλνουμε μέσα στο άπειρο μηχανές, δεν μεταβάλλει ουσιαστικά την πνευματική μας σχέση με το σύμπαν. Και οι γνώσεις μας για την εξέλιξη των βιολογικών ειδών πλουτίζονται ακατάπαυστα από τις σύγχρονες έρευνες. Αυτά όλα όμως δεν εμποδίζουν μεγάλους επιστήμονες του καιρού μας, πρωτοπόρους της πυρηνικής φυσικής, της κοσμολογίας, της βιολογίας και της ανθρωπολογίας, να πιστεύουν σε μια Πρώτη Αρχή ―ή όπως αλλιώς διατυπωθεί τούτη η έννοια― η οποία, κατ’ αυτούς, είτε απλώς υπάρχει πριν από το σύμπαν με τούς φυσικούς του νόμους, με τις αλυσωτές πυρηνικές αντιδράσεις του και με την εξέλιξη των ειδών που έπλασε τον άνθρωπο μέσα σε εκατομμύρια χρόνια, είτε και επεμβαίνει στην πορεία του κόσμου.

»Εύλογα λοιπόν υποστηρίζεται πως το θρησκευτικό συναίσθημα κι η επιστημονική σκέψη κινιούνται σε διαφορετικά επίπεδα που είναι δυνατό να συνυπάρχουν, μέσα σε πολλές και πολύ αναπτυγμένες συνειδήσεις, χωρίς να αγγίζονται.

[…]

Πιστεύω λοιπόν, καθώς ξαναείπα, ότι ένας πολιτισμός δεν μπορεί να πορεύεται ατελεύτητα με το μηδενισμό ως την κύρια πηγή των ανώτερων πνευματικών εκδηλώσεών του και με τελικούς σκοπούς του πνεύματος και της τέχνης το άγχος του κενού, την απόγνωση και την αυτοδιάλυση. Είναι μια κατάσταση βαθύτατα ανώμαλη, αντίθετη στην ανθρώπινη φύση. Οδηγεί ολοένα σε αδιέξοδα που είναι απαράδεκτα για το ζωντανό πνεύμα. Δεν είναι δυνατό να παραταθεί πολλές δεκαετίες ακόμα. Θα βαστάξει όσο βαστάξει, αλλά αναπόφευκτα το πνεύμα θα ζητήσει κάποτε, και ασφαλώς θα βρει, το στήριγμα μιας σταθερής πίστης, για να δώσει ξανά ένα νόημα και μια ελπίδα στην ανθρώπινη ζωή».

Η προσέγγιση της αλήθειας απ΄ όποια σκοπιά, θεολογική ή επιστημονική, προϋποθέτει αναζήτηση και γελασμένοι όλοι οι επαναπαυμένοι είτε από τη μια είτε από την άλλη σκοπιά. Εξάλλου, πώς γίνεται να απορριφθεί κάτι προτού προσπαθήσουμε να το γνωρίσουμε; Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με κάποιον που δεν πιστεύει στο Θεό και η θεολογία μου κάθε άλλο παρά εχθρικά θα με έθετε απέναντί του. Το θέμα μου είναι, ωστόσο, ο σύγχρονος μηδενισμός και οι επαΐοντες επιστήμονες υποστηριχτές αυτού. Και φοβάμαι την επιστήμη που είναι ικανοί να υπηρετήσουν, μια επιστήμη που δε διστάζει και δεν έχει διστάξει να κάνει τέρατα…

Wednesday, October 4, 2017

Βρε μανία με τους άριστους!






«Αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων»


Ομήρου Ιλιάδα



Η αρχαία ελληνική γραμματεία έχει αποτελέσει αναμφισβήτητα στο πέρας των αιώνων μια από τις κυριότερες πηγές διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής σκέψης. Η εμπειρία του εξωτερικού προσφέρεται προς επαλήθευση αυτών που επίμονα αναφέρονται στα βιβλία της ιστορίας περί λατρείας των Δυτικών προς την Αρχαία Ελλάδα και που τόσο καθοριστικά στάθηκαν σε τούτη τη διαμόρφωση. Χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι υιοθετήθηκαν απαραίτητα έτσι όπως ο αρχαίος κόσμος τα εννοούσε!


Αν μια αξία, πάντως, μεταλαμπαδεύτηκε ανά τους αιώνες σημαδεύοντας τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό είναι η ομηρική αριστεία. Και όχι άδικα, σημαίνοντας από την ευγενή άμιλλα στον αθλητικό στίβο ώς γενικότερα την πρόοδο μιας κοινωνίας στη βάση των αξιοκρατικά δοκιμασμένων μελών της που ως μπροστάρηδες δείχνουν το σωστό δρόμο. Σημαίνοντας την επιμονή των μελών της για την επίτευξη των στόχων τους, με όρεξη για δημιουργία και μεράκι για δουλειά, όσο επίπονη κι αν είναι η πορεία προς τα κει, έχοντας στο νου τα «εύγε» των υπολοίπων στο τέλος. 

Πολλά ακόμα θα μπορούσα να πω κάνοντας λόγο για την αριστεία και ομολογώ ότι τα θεωρούσα όλα αυτά σχεδόν αυτονόητα. Μέχρι που έφτασαν στα αυτιά μου οι δηλώσεις του κ. Αριστείδη Μπαλτά από βήματος της Βουλής λίγο καιρό μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως υπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να μου προκαλέσουν τόση έκπληξη. Έκπληξη για το πώς μια ευγενής αξία φιλτραρισμένη μέσα από άκαμπτες ιδεολογίες, τη γνήσια πίστη του στις οποίες είχε σπεύσει ήδη προηγουμένως ο ομιλητής με περηφάνια να δηλώσει, καταντά «ρετσινιά» με το απλοϊκό επιχείρημα του δήθεν ελιτισμού!

Δεν μπορεί, όμως, να είναι αυτό μόνο η Αριστερά που υποτίθεται επιδιώκεται μέσα από αυτή την πολιτική να εκφραστεί! Απεναντίας, λέγεται ότι σε καιρούς ασυγκρίτως πιο δύσκολους υπήρξε πάγιο αίτημα από τη μεταπολεμική Αριστερά η αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού για μια καλύτερου επιπέδου Παιδεία, ευελπιστώντας πρώτα και κύρια σε μια αύξηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Ή ακόμη, γιατί ιδεολογικά στεγανά να μας εμποδίζουν να στέψουμε το βλέμμα εκεί όπου σταδιακές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα έφτασαν σήμερα να το κατατάσσουν στα κορυφαία παγκοσμίως, όπως στο του Σκανδιναβικού Βορρά;

Με αφορμή όλη αυτή τη συζήτηση, δε λέω, διαβάσαμε και ενδιαφέρουσες αντιρρήσεις ως προς την αριστεία, όπως π.χ. της Χριστίνας Ταχιάου που αναρωτιέται, καλά με τους άριστους, αλλά τι θα γίνει με τους μέτριους; Ή ακόμη, είναι γνωστή η ψυχολογία του συνόλου για αποστροφή προς τις ιδιόρρυθμες ευφυΐες. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κάνει ένα βήμα παραπέρα στο «Εναντίον» του προσάπτοντας ματαιοδοξία σε όσους επιδιώκουν την αριστεία. 

Αλλά, αλήθεια, τι έχει να προτάξει μια κοινωνία στην οποία φαίνεται ο πήχης να πέφτει συνεχώς, η ποιότητα να σπρώχνεται στο περιθώριο, η λογική της ήσσονος προσπάθειας να κατισχύει, αν όχι την αριστεία, χωρίς η τελευταία να σημαίνει φυσικά υπεροψία παρά έμπνευση απ΄ όσους με πείσμα τα καταφέρνουν αποτελώντας πρότυπο για τους υπολοίπους; Και λέω πείσμα γιατί η εμπειρία, κακά τα ψέματα, έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι το ταλέντο που μπορεί η φύση απλόχερα να χάρισε, δεν επαρκεί, αν δεν αποτελεί κιόλας επιπλέον πρόσκομμα. Η με επιμονή και υπομονή, συνετή διαχείριση και καλλιέργεια των όσων ταλάντων-χαρισμάτων είναι αυτή που εξασφαλίζει στο τέλος την επιτυχία, όπως έρχεται να μας θυμίσει και η σχετική παραβολή.

Προτού, όμως, ερμηνευτεί ο λόγος μου ως διδαχή ή θεωρηθεί ότι παριστάνω τον άριστο, ας επιχειρηματολογήσω και με έναν άλλον τρόπο που αν μη τι άλλο με αφορά και αυτό δεν είναι φυσικά τίποτα άλλο παρά η μαζική μετανάστευση νέων μορφωμένων ανθρώπων όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Ε, και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό; Θα σου πω... Η ελληνική κρίση έχει γίνει πλέον σαφές ότι αποτελεί συνισταμένη πολλών διαφορετικών κακοδαιμονιών της ελληνικής κοινωνίας καθώς και του ευρωπαϊκού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Αυτή, όμως, που ξεχωρίζει είναι η συνισταμένη των πελατειακών σχέσεων, του νεποτισμού, της αναξιοκρατίας, της αναποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού. Και με όλα αυτά ακριβώς είναι που έρχεται να αντιπαρατεθεί η αριστεία και το κλίμα στο οποίο ευδοκιμεί, ελλείψει του οποίου όσοι δεν έχουν έναν «μπάρμπα στην Κορώνη» οδηγούνται ενδεχομένως στη φυγή από την πατρίδα σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών. 

Αν ληφθεί υπόψη, μάλιστα, ότι οι τελευταίοι σύμφωνα με έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας το 2016 εκτιμούνται γύρω στους εκατό χιλιάδες ανά παρελθούσα χρονιά από το 2008, σημαντική μερίδα των οποίων είναι νέοι επιστήμονες, τότε το λεγόμενο brain drain (δηλαδή η μαζική φυγή ανθρώπινου επιστημονικού δυναμικού) θέτει δίχως αμφιβολία εύλογα ερωτήματα σε σχέση με την πολυπόθητη ανάκαμψη της ρημαγμένης ελληνικής κοινωνίας. 

Αφορμή για όλες αυτές τις αράδες στάθηκε ένα πρόσφατο δημοσίευμα σύμφωνα με το οποίο η σύζυγος του κ. Μπαλτά χρησιμοποίησε έναν τίτλο σπουδών από ένα τμήμα μεταπτυχιακού με διδάσκοντα τον ίδιο τον κ. Μπαλτά για να αυξήσει παρανόμως το μισθό της σε μια εντελώς άσχετη με τις σπουδές της διευθυντική θέση, στην οποία επίσης διορίστηκε με αδιαφανή τρόπο. Και μπορεί μεν η εν λόγω κυρία να μην είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία, αλλά, ειλικρινά, όταν αυτή τυχαίνει να είναι η σύζυγος του πρώην υπουργού που τα ΄βαλε με την αριστεία, ε, τότε καταντά αυτό εξωφρενικό για όλους τους αξιόλογους νεομετανάστες!




--
Κι εδώ όπως πρωτοδημοσιεύτηκε στο Jopa-News.