Ως πολύτιμη πυξίδα ζωής μπορεί να θεωρηθούν τα διδάγματα ανθρώπων που έχουν αφιερώσει το βίο τους προσπαθώντας να σε δύσκολα φιλοσοφικά ερωτήματα καθοριστικά της στάσης ζωής τόσο για έναν της φυλής μας, όσο -αυτό είναι το σημαντικότερο- και γενικότερα του ανθρώπου. Ε, λοιπόν, αν είχα την τύχη να συναντήσω μέσα από τα γραπτά του κάποιον τέτοιον στη ζωή μου, αυτός είναι ο καθηγητής Φιλοσοφίας κ. Χρήστος Γιανναράς, που τόσο συχνά μνημονεύω εδώ, όπως θα έχει αντιληφθεί ο αναγνώστης αυτού του blog. Παραμονές της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, σε ατμόσφαιρα προσπάθειας αυτοπροσδιορισμού σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την έναρξη του αγώνα για ανεξαρτησία και στο κλίμα της μόνιμης εδώ και πέντε πλέον χρόνια κρίσης, που μόνο ως οικονομική δεν μπορεί να θεωρηθεί, διαβάζω μια συνέντευξή του εφ΄ όλης της ύλης, διαφωτιστικά κομμάτια της οποίας απομόνωσα και θέλω να μοιραστώ, με την ελπίδα να αποτελέσουν έναυσμα ανακάλυψης κι από άλλους.
Ζώντας στο εξωτερικό και έχοντας συνειδητοποιήσει τα αδιέξοδα του κυρίαρχου δυτικού πολιτισμού, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με καίρια ερωτήματα για την ύπαρξή σου. Φέροντας μια συγκεκριμένη πολιτιστική κληρονομιά, αναρωτιέσαι σε τι διαφέρεις άραγε από τους υπολοίπους και για ενδεχόμενη εναλλακτική θεώρηση των πραγμάτων. Ορμώμενος απ΄ αυτό ακριβώς το σημείο και χωρίς απαραίτητα να τηρείται η ροή του αρχικού κειμένου, ξεκινώ με την εξής παράθεση:
«Πριν από εμάς, όλοι οι λεγόμενοι ελληνοκεντρικοί διανοούμενοι, ο Κόντογλου, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς, ο Λορεντζάτος, ο Σαραντάρης, ο Ελύτης, όλοι τους φάγανε τη Δύση με το κουτάλι. Διότι μόνο εάν ζήσεις στη Δύση και τα αδιέξοδα της Δύσης, ξυπνάει μέσα σου το ενδιαφέρον να δεις εάν υπάρχει κάτι διαφορετικό στη δική σου παράδοση. Ένας άνθρωπος που αγνοεί τη Δύση, δεν μπορεί να είναι Έλληνας. Γι’ αυτό και όλοι μας επιμένουμε, εννοώ όσοι έχουμε αυτή την οπτική, ότι η μετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι απαραίτητη. Εάν πάψει να μετέχει στην ΕΕ η Ελλάδα, τότε βγαίνει από το ιστορικό γίγνεσθαι. Έχεις ταυτότητα όταν έχεις ετερότητα. Όλοι μου οι δάσκαλοι ήταν ο Χάιντεγκερ, ο Βιτγκεστάιν, ο Νίτσε, ο Λακάν. Και αυτό διότι γεννήθηκα και μεγάλωσα ως δυτικός, με δυτική εκπαίδευση, με δυτική θρησκευτικότητα, με θαυμασμό προς τη Δύση. Οπότε, κάποια στιγμή, όταν γεννήθηκε μέσα μου το ερώτημα, ευτυχώς εγκαίρως, τι έχει οδηγήσει σήμερα τη ζωή μας σε αδιέξοδα, ακολούθησα αυτούς τους μεγάλους που μου έδειξαν με την κριτική τους ποιο ήταν το λάθος στη δυτική ιστορική εξέλιξη. Η κριτική του Χάιντεγκερ σπάζει κόκαλα. Εάν δεν περάσεις από αυτή τη θητεία και μαθητεία, δεν μπορείς να ανακαλύψεις τη διαφορά.
[...]
Στον ελληνισμό και σε άλλες παραδοσιακές κοινωνίες, υπήρχε μια νοηματοδότηση της ζωής, υπήρχε ένα νόημα, μια αναφορά στην αιτία και στον σκοπό, άρα και κάποιοι κανόνες αληθείας που προέκυπταν από αυτό το σκοπό και την αιτία. Η εκκλησία απαντούσε στον Έλληνα σε αυτά τα πολύ βασικά και θεμελιώδη ερωτήματα, τα οποία έδιναν νόημα στη ζωή και στον θάνατο. Όταν χάσει ένας λαός μια τέτοια νοηματοδότηση, τότε επικρατεί ένας μηδενισμός, όπως σήμερα. Τα πάντα είναι χρησιμότητα, κατανάλωση, δεν υπάρχει τίποτα που να δίνει πραγματική χαρά ζωής. Γιατί μόνο εάν ψηλαφείς ένα νόημα στη ζωή σου, μπορείς να έχεις χαρά ζωής. Διαφορετικά η χαρά της ζωής είναι η κατανάλωση.
[...]
Αυτός σήμερα είναι ο τρόπος της ζωής μας, ο ατομοκεντρισμός μας, στο απόλυτο. Αλλά, νομίζω, για έναν Έλληνα πρέπει τουλάχιστον να τίθεται ως ερώτημα, ως απορία, γιατί η έννοια του ατομικού δικαιώματος ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα, ήταν άγνωστη στο ρωμαϊκό δίκαιο. Γιατί; Διότι αυτό που επιδιώκει η νεότερη Δύση με τα ατομικά δικαιώματα υπερκαλυπτόταν από το γεγονός ότι ήσουν πολίτης, μετείχες κρίσεως και αρχής.
[...]
Είναι τεράστιες οι παρανοήσεις που έχουν γίνει με έναν τρόπο και ένα επίπεδο αφελέστατο, παιδαριώδες. Το ατομικό δικαίωμα είναι το μεγαλύτερο αδιέξοδο των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Δεν μπορεί ο νόμος να καθορίζει τα πάντα στη ζωή. Όταν ο Καντ, το λέω αυτό συχνά, ορίζει γάμο ως σύμβαση δύο ετερόφυλων ατόμων για αμοιβαία χρήση της σεξουαλικής ιδιαιτερότητας του άλλου, εκεί είναι όλη η εικόνα της απανθρωπίας του δικαιώματος… απανθρωπία σκέτη!»
«Πριν από εμάς, όλοι οι λεγόμενοι ελληνοκεντρικοί διανοούμενοι, ο Κόντογλου, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς, ο Λορεντζάτος, ο Σαραντάρης, ο Ελύτης, όλοι τους φάγανε τη Δύση με το κουτάλι. Διότι μόνο εάν ζήσεις στη Δύση και τα αδιέξοδα της Δύσης, ξυπνάει μέσα σου το ενδιαφέρον να δεις εάν υπάρχει κάτι διαφορετικό στη δική σου παράδοση. Ένας άνθρωπος που αγνοεί τη Δύση, δεν μπορεί να είναι Έλληνας. Γι’ αυτό και όλοι μας επιμένουμε, εννοώ όσοι έχουμε αυτή την οπτική, ότι η μετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι απαραίτητη. Εάν πάψει να μετέχει στην ΕΕ η Ελλάδα, τότε βγαίνει από το ιστορικό γίγνεσθαι. Έχεις ταυτότητα όταν έχεις ετερότητα. Όλοι μου οι δάσκαλοι ήταν ο Χάιντεγκερ, ο Βιτγκεστάιν, ο Νίτσε, ο Λακάν. Και αυτό διότι γεννήθηκα και μεγάλωσα ως δυτικός, με δυτική εκπαίδευση, με δυτική θρησκευτικότητα, με θαυμασμό προς τη Δύση. Οπότε, κάποια στιγμή, όταν γεννήθηκε μέσα μου το ερώτημα, ευτυχώς εγκαίρως, τι έχει οδηγήσει σήμερα τη ζωή μας σε αδιέξοδα, ακολούθησα αυτούς τους μεγάλους που μου έδειξαν με την κριτική τους ποιο ήταν το λάθος στη δυτική ιστορική εξέλιξη. Η κριτική του Χάιντεγκερ σπάζει κόκαλα. Εάν δεν περάσεις από αυτή τη θητεία και μαθητεία, δεν μπορείς να ανακαλύψεις τη διαφορά.
[...]
Στον ελληνισμό και σε άλλες παραδοσιακές κοινωνίες, υπήρχε μια νοηματοδότηση της ζωής, υπήρχε ένα νόημα, μια αναφορά στην αιτία και στον σκοπό, άρα και κάποιοι κανόνες αληθείας που προέκυπταν από αυτό το σκοπό και την αιτία. Η εκκλησία απαντούσε στον Έλληνα σε αυτά τα πολύ βασικά και θεμελιώδη ερωτήματα, τα οποία έδιναν νόημα στη ζωή και στον θάνατο. Όταν χάσει ένας λαός μια τέτοια νοηματοδότηση, τότε επικρατεί ένας μηδενισμός, όπως σήμερα. Τα πάντα είναι χρησιμότητα, κατανάλωση, δεν υπάρχει τίποτα που να δίνει πραγματική χαρά ζωής. Γιατί μόνο εάν ψηλαφείς ένα νόημα στη ζωή σου, μπορείς να έχεις χαρά ζωής. Διαφορετικά η χαρά της ζωής είναι η κατανάλωση.
[...]
Αυτός σήμερα είναι ο τρόπος της ζωής μας, ο ατομοκεντρισμός μας, στο απόλυτο. Αλλά, νομίζω, για έναν Έλληνα πρέπει τουλάχιστον να τίθεται ως ερώτημα, ως απορία, γιατί η έννοια του ατομικού δικαιώματος ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα, ήταν άγνωστη στο ρωμαϊκό δίκαιο. Γιατί; Διότι αυτό που επιδιώκει η νεότερη Δύση με τα ατομικά δικαιώματα υπερκαλυπτόταν από το γεγονός ότι ήσουν πολίτης, μετείχες κρίσεως και αρχής.
[...]
Είναι τεράστιες οι παρανοήσεις που έχουν γίνει με έναν τρόπο και ένα επίπεδο αφελέστατο, παιδαριώδες. Το ατομικό δικαίωμα είναι το μεγαλύτερο αδιέξοδο των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Δεν μπορεί ο νόμος να καθορίζει τα πάντα στη ζωή. Όταν ο Καντ, το λέω αυτό συχνά, ορίζει γάμο ως σύμβαση δύο ετερόφυλων ατόμων για αμοιβαία χρήση της σεξουαλικής ιδιαιτερότητας του άλλου, εκεί είναι όλη η εικόνα της απανθρωπίας του δικαιώματος… απανθρωπία σκέτη!»
Για να προλάβω τυχόν παρεξηγήσεις, δεν πρόκειται για εθνικιστικό πείσμα να αποδειχθεί κάποια υποτιθέμενη ανωτερότητα των Ελλήνων, επιδιώκοντας μια ωραιοποιημένη σύνδεσή μας με τον Αριστοτέλη και τον Περικλή της αρχαιότητας. Όχι! Ο ίδιος άλλωστε έχει γράψει ότι το χαμένο τρόπο των Ελλήνων ενδέχεται να τον ανακαλύψουν κάποτε Λάπωνες, Νιγηριανοί, Ταϊβανέζοι ή Αργεντίνοι - δεν υπάρχει εθνικός ή φυλετικός αποκλεισμός. Στη συγκεκριμένη συνέντευξη απαντάει σε ερώτημα περί του θέματος της ελληνικής συνέχειας ως εξής:
"[...] λέμε ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε τις τελευταίες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών και αυτό είναι μύθος. Επί Ιουστινιανού έκλεισαν οι τελευταίες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών, επειδή είχαν παρακμάσει. Οι τελευταίοι που φοίτησαν εκεί, έναν αιώνα πριν από τον Ιουστινιανό, ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Αλλά, εν συνεχεία, επανέρχεται σε χρήση η λέξη Έλληνας, αυτό το έχει υπογραμμίσει ο Σβορώνος, από τον 10ο αιώνα και μετά. Όποιος ήταν Ρωμαίος πολίτης με ορθόδοξο θρήσκευμα, εκκλησιαστικό θρήσκευμα, ήταν και Έλλην, διότι είχε γλώσσα ελληνική, όλη αυτή η απέραντη [Ρωμαϊκή] αυτοκρατορία μιλούσε ελληνικά. Μάλιστα ο Σβορώνος είχε πει το εξαιρετικό: «Μη μου ζητάτε συνέχεια αίματος, εγώ κάνω ιστορία, δεν κάνω ζωολογία»".
Για τη σημασία της ιστορίας τον καιρό της ανιστόρητης γενιάς μας, της έτοιμης ωστόσο να απορρίψει προτού γνωρίσει, παραθέτει τον Jacques Le Golf: «Η Ευρώπη οικοδομείται. Είναι το μεγάλο όραμα. Δεν θα πραγματωθεί, εάν δεν λάβουμε υπόψη την ιστορία. Μια Ευρώπη χωρίς ιστορία θα ήταν μια Ευρώπη ορφανή και δυστυχισμένη. Γιατί το σήμερα έρχεται από το χθες, το μέλλον αναδύεται από το παρελθόν… Στις προσπάθειες ενοποίησής της η ήπειρος έζησε διενέξεις, συγκρούσεις, διαιρέσεις, εσωτερικές αντιφάσεις. Στην ευρωπαϊκή υπόθεση θα αφοσιωθούμε, μόνο αν γνωρίζουμε ολόκληρο το παρελθόν και αντικρίζουμε το μέλλον».
Καλώς ή κακώς, εύκολες λύσεις, όπως ξεκαθαρίζει ο ίδιος ο Γιανναράς, δεν υπάρχουν και ούτε η Φιλοσοφία ή η Ιστορία έχουν να διδάξουν μαγικά τέτοιες. Ίσως καταφέρουμε όμως να πάμε μπροστά όταν «προοδευτικά και ανεπαισθήτως, που λέει ο Καβάφης, ξαναβρούμε τον τρόπο της ελληνικότητας [του αποφατισμού των γλωσσικών διατυπώσεων της εμπειρίας, της οντολογίας της σχέσης και του προσώπου, του ασύμπτωτου και ασύμβατου θρησκείας έναντι εκκλησίας, ηθικής έναντι άσκησης, αμαρτίας ως νομικής παράβασης και ενοχής έναντι αμαρτίας ως αποτυχίας]. Να τον ξαναβρούμε, όχι γιατί πρέπει, ούτε επειδή είναι καλύτερος, αλλά για να δούμε εάν μας δίνει πραγματική χαρά ζωής».
Διαφωτιστική παραπομπή των προτάσεων αυτών του Γιανναρά στο έργο του: Η Ευρώπη γεννήθηκε από το «Σχίσμα»