Thursday, April 16, 2015

«Χριστός ανέστη». Και λοιπόν;

«Ο εόρτιος χαιρετισμός "Χριστός ανέστη" και τα όποια πανηγυρικά συμπαρομαρτούντα έφτασαν ώς τις μέρες μας, από γενιά σε γενιά, όμως απογυμνωμένα, όλο και περισσότερο, από το αρχικό εμπειρικό τους φορτίο, το βιωματικό τους αντίκρισμα. Ακούμε ή διαβάζουμε κάθε χρόνο πασχάλιες εγκυκλίους των αξιωματούχων της "επίσημης" Εκκλησίας και ψάχνουμε απεγνωσμένα (αλλά μάταια) να διακρίνουμε έστω και αμυδρά ίχνη εμπειρικών ψηλαφήσεων που να απηχούνται στη στερεότυπη μεγαλοστομία. Ξεκρέμαστοι όπως είμαστε στο ιλιγγιώδες κενό του ιστορικο-υλιστικού μηδενισμού, με μοναδικό "νόημα" βίου και αποκλειστική, νυχθήμερη μέριμνα τα στρατηγήματα απανθρωπίας που λανσάρονται σαν "οικονομία" και σαν "πολιτική", θα θέλαμε, ίσως, να ρωτήσουμε, επαιτώντας ψήγματα ρεαλισμού εντιμότητας: "Χριστός ανέστη" – και λοιπόν;
 
»Αν ο Χριστός θανατώθηκε με σταυρικό θάνατο και σε τρεις μέρες ξανάζησε, γιατί αυτό το γεγονός ενδιαφέρει εμάς σήμερα, κατά τι μάς αφορά; Οι άνθρωποι συνεχίζουμε να πεθαίνουμε, όπως γινόταν και προτού αναστηθεί ο Χριστός. Κανένας άνθρωπος δεν ξανάζησε μετά τον θάνατό του, γιατί λοιπόν εμείς να γιορτάζουμε ότι νικήθηκε ο θάνατος επειδή αναστήθηκε ο Χριστός;
 
[...]
 
»Στη θρησκευτική προσέγγιση η ανάσταση του Χριστού είναι ένα ανεξήγητο "θαύμα" που μας υποχρεώνει να το δεχθούμε σαν "πεποίθηση". Στην εκκλησιαστική προσέγγιση είναι ένας τρόπος υπάρξεως, που τον γνωρίζουμε όχι με περιγραφές και νοητικά σχήματα, αλλά μόνο μετέχοντας σε αυτό τον τρόπο. Σημαίνεται ο τρόπος με τη γλώσσα του έρωτα: ως "κένωση", άδειασμα από κάθε ατομοκεντρική ιδιοτέλεια. Και γνωρίζεται ο τρόπος μόνο με την πραγμάτωση της ερωτικής αυτοπροσφοράς, της ελευθερίας από τη δουλεία στις τυφλές αναγκαιότητες της επιβίωσης. Το εμπειρικό μέτρο για την πρόσβαση στην εκκλησιαστική λογική και γλώσσα της ανάστασης είναι ο κενωτικός έρωτας, η μετοχή στο άθλημα και στη χαρά της αυτοπροσφοράς.
 
[...]
 
»Το άγγελμα "Χριστός ανέστη" πρέπει να γεννήθηκε από μια ενσυνείδητη και ρεαλιστική χαρά: Αυτό που διψάμε οι άνθρωποι δεν είναι μια ατελεύτητη (και γι’ αυτό εφιαλτική) επιβίωση κάποιας σκιάς ή απόηχου της ύπαρξής μας "εν τόπω χλοερώ", σε αιώνια συνταξιοδοτική "ανάπαυση", όχι. Διψάμε την ελευθερία από κάθε περιορισμό και αναγκαιότητα: Να υπάρχουμε επειδή ελεύθερα θέλουμε να υπάρχουμε, και να θέλουμε να υπάρχουμε επειδή αγαπάμε. Διψάμε "το όλον του έρωτος"».